Η  ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΣΙΣ

ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ  ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

 

(β)

 

 

 «ΓΡΑΙΚΟΙ» : Ἡ πρώτη ἐθνικὴ ὀνομασία τῶν Ἑλλήνων.

 

ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ : 

Ἡ Ἑλληνικὴ Μεσαιωνική μας αὐτοκρατορία,

 προπύργιον τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ

 

 

^*^*^*^

 

 

1.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

 

 

Η ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΟΣ

ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ «ΓΡΑΙΚΟΙ» ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ.

ΤΑ ΑΠΟΒΛΗΤΕΑ «ΡΩΜΙΟΣ» ΚΑΙ «ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ».

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΦΥΤΩΡΙΟΝ ΚΑῚ ΠΡΟΠΥΡΓΙΟΝ

ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 

 

Εὐχάριστον σημεῖον ἡ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους παρατηρουμένη ἀναζῳογόνησις τῆς κινήσεως πρὸς τὴν ἐθνικήν μας αὐτοσυνειδησίαν.Ἔτσι πληθαίνουν καθημερινῶς καὶ αἱ ἐκδόσεις κειμένων τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας, ἀλλὰ καὶ σημαντικῶν ἐπ' αὐτῶν μελετῶν.

 

Γίνεται ὁλοὲν καὶ εὐρύτερον κατανοητόν, ὅτι ἡ ἀδιατίμητος πνευματικὴ παραγωγὴ καὶ τὰ ἄλλα ἐπιτεύγματα τοῦ Ἑλληνικοῦ μας παρελθόντος, καὶ ἰδίως τῆς Ἑλληνικῆς μας Ἀρχαιότητος, θὰ πρέπει νὰ μὴ συγκαλύπτωνται ἀπὸ τὴν λήθην, ὅπως ἐπιμόνως καὶ προγραμματισμένως ἀπὸ χρόνων πολλῶν ἐπιδιώκει ὁ ἐπίβουλος ἀνθελληνικὸς σχεδιασμός. Ἀλλὰ σταθερῶς καὶ διαρκῶς νὰ προβάλλωνται καὶ διαδίδωνται πρὸς ἐπιτυχεστέραν κατανόησιν καὶ τοῦ παρόντος  καὶ ὡς ἀναντικατάστατος ὁδηγὸς σκέψεως καὶ ἐνεργείας διὰ τὸ μέλλον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ συλλογικῶς τῆς ἐθνικῆς μας κοινότητος.

 

Ἡ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐκδηλουμένη φιλοπατρία ἀνάγκη ὅμως νὰ στηρίζεται εἰς ἑδραίαν γνῶσιν τῆς Ἱστορίας καὶ φυσικὰ νὰ ἀποφεύγῃ τὰς γενικεύσεις καὶ ὑπερβολάς. Αἱ ὁποῖαι καί, σκοτίζουσαι τὴν διάνοιαν, εὐκόλως ἀποπροσανατολίζουν καὶ μόνον τὴν προσβολὴν τῆς ἀληθείας ὑπηρετοῦν. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἐξ ἀγαθοῦ συνειδότος προέρχωνται.

 

Τοιουτοτρόπως, ἀρκετὰ ἀνιστόρητα κατὰ πλάνην ὑποστηρίζονται, ἔστω καὶ σποραδικῶς :  Ἀπὸ πολλοὺς διακηρύσσεται, ὅτι, δῆθεν, ἡ ὀνομασία «Γραικὸς» δὲν εἶναι ἑλληνική, ἀκόμη καὶ ὅτι εἶναι, δῆθεν, ὑβριστική ! Ἐνίοτε μάλιστα ζητεῖται ἐπιμόνως, νὰ ἀξιώσωμεν καὶ ἀπὸ τοὺς ξένους νὰ ἀλλάξουν τὴν εἰς τὰς ἰδικάς των γλώσσας, ἀπὸ τὴν λέξιν αὐτὴν προερχομένην, ὀνομασίαν ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἑλλάδος (Grec, Grѐce, Greek, Greece, κλπ) ! Ἄλλοι ἐπιθυμοῦν ἀντιθέτως τὴν υἱοθέτησιν τῆς ἀλλογενοῦς καὶ ἀποβλητέας ὀνομασίας «ρωμιὸς» καὶ «ρωμιοσύνη» ! Ἄλλοι πάλιν,  ἔκθαμβοι πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς ἐλληνικῆς ἀρχαιότητος, φθάνουν μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀπορρίπτουν, μηδενίζοντες, ἄλλας περιόδους τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, κυρίως δὲ αὐτὴν τοῦ Βυζαντίου, ἐξ ἀπαρεσκείας πρὸς τὸν κρατήσαντα Χριστιανισμόν, παραβλέποντες ἔτσι τὴν μεγίστην ὑπηρεσίαν τῆς Ἑλληνικῆς Μεσαιωνικῆς μας Αὐτοκρατορίας ἐπὶ χίλια καὶ πλέον χρόνια ὡς φυτωρίου καὶ προπυργίου τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ !

 

Εἰς τὸ ὀλίσθημα τοιούτων ὑπερβολῶν ὑπέπεσε καὶ ἀναγνώστης τοῦ περιοδικοῦ «Δαυλὀς» εἰς ἐπιστολήν του, δημοσιευθεῖσαν (εἰς τὸ τεῦχος Ἰανουαρίου 2003) χωρὶς τὴν ἐπιβαλλομένην ἐπισήμανσιν ὑπὸ τοῦ περιοδικοῦ τῶν ἐκτιθεμένων ἀνιστορήτων καὶ πασιδήλων ἀνακριβειῶν. Ἐκ τοῦ λόγου τούτου καὶ διὰ τὸν κίνδυνον ἐπηρεασμοῦ μὴ ἐνημερωμένων ἀναγνωστῶν τοῦ περιοδικοῦ παρενέβη, χάριν αὐτῶν, ὁ Πρόεδρος Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης μὲ τὴν ἀπὸ 17.1.2003 ἐπιστολήν του. Δι' αὐτῆς 'ἐπεσημάνθη ψηλαφητῶς ἡ ἀμφισβητηθεῖσα ἑλληνικότης τῆς πρώτης ἐθνικῆς μας ὀνομασίας «Γραικοί» καὶ τοῦ Βυζαντίου. Ἄλλα θέματα ἡ ἐπιστολὴ δὲν ἔθιξε.

 

Δι' αὐτὸ καὶ ἐφάνη περίεργον, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Προέδρου, ἐδημοσιεύθη μὲν εἰς τὸ τεῦχος Μαρτίου 2003 τοῦ «Δαυλοῦ», ἀλλὰ ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἐκτενεῖς παρατηρήσεις τῆς διευθύνσεως τοῦ περιοδικοῦ (Δημητρίου Ι. Λάμπρου) ὅλως ἀτόπως, ἀφοῦ αὐταὶ ἀναφέρονται εἰς ἄλλα θέματα, ἄσχετα πρὸς τὴν ἀνωτέρω παρέμβασιν τοῦ Προέδρου. Διότι ὅμως ἐπρόκειτο καὶ πάλιν περὶ ἀνιστορήτων, χωρὶς καμμίαν οὐσιαστικῶς τεκμηρίωσιν, θέσεων, ὁ Πρόεδρος μὲ νέαν, ἀπὸ 14.3.2003, ἐπιστολήν του πρὸς τὸν «Δαυλόν», δημοσιευθεῖσαν εἰς τὸ τεῦχος του Ἀπριλίου 2003, ἀνεσκεύασε καταλυτικῶς καὶ τοὺς νέους ἀστηρίκτους ἰσχυρισμούς, περὶ χρησιμοποιήσεως, δῆθεν, ὑβριστικῶς ὑπὸ τῶν Ρωμαίων τῆς ὀνομασίας «Γραικὸς», καὶ περὶ ἀνυπαρξίας, δῆθεν, βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ !

 

Ὅμως ὁ «Δαυλὸς» ἐτρίτωσε τά, ἐξ ἀφορμῆς τῆς πρώτης ἐκείνης ἐπιστολῆς τοῦ Προέδρου, ὀλισθήματά του. Διότι εἰς τὸ τεῦχος του ὑπ' ἀριθ. 258 Ἰουνίου 2003 ἐδημοσίευσεν ἐπιστολήν, εἰς ὕφος ὑπερφίαλον καὶ ὑποτιμητικὸν διὰ τὸν Πρόεδρον, ἄλλου ἀναγνώστου του, τοῦ Γιάννη Φώτη. Ἐπιστολὴν πολλαπλῶς ἀπαράδεκτον, ὡς, πρῶτον, παραβιάζουσαν εὐθέως στοιχειώδεις κανόνας εὐπρεποῦς διαλόγου, δεύτερον, διαστρέφουσαν, χωρὶς καμμίαν ἀπολύτως τεκμηρίωσιν, ἀναμφισβήτητα ἱστορικὰ γεγονότα, καὶ τρίτον καὶ τὸ σπουδαιότερον, εὐθέως ἀνθελληνικήν. Τὴν ἄμεσον δὲ πρὸς τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἀνιστόρητα ἀπάντησιν τοῦ Προέδρου, ὡς καὶ αὐτοῦ εὐθέως ἐκ ταύτης θιγομένου, διὰ τρίτης ἀπὸ 12.6.2003, τεκμηριωμένης πάντοτε, ἐπιστολῆς του πρὸς τὸν «Δαυλὸν», τὸ περιοδικὸν τοῦτο δ ὲ ν ἐδημοσίευσε !

 Ἡ ὑπὸ τοῦ ΔΑΥΛΟΥ, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, δημοσίευσις τῆς ἀπαραδέκτου κατὰ τὸ ὕφος της ἐπιστολῆς Φώτη, καὶ ἀντιθέτως ἡ μὴ δημοσίευσις τῆς πρὸς αὐτὴν καταλυτικῆς ἀπαντήσεως τοῦ Προέδρου, ἀλλὰ φυσικὰ καὶ ἡ ἀπουσία οὐσιαστικῆς ἀπαντήσεως ἐπὶ τῶν τεκμηριωμένων θέσεων τῶν δύο προηγουμένων ἐπιστολῶν τοῦ Προέδρου, μὲ τὴν μέθοδον δῆθεν ἀνασκευῶν δι' ἀναφορῶν εἰς ἄσχετα θέματα, δὲν χρειάζονται σχόλια. Ὁ ΔΑΥΛΟΣ ἁπλούστατα, ἔστω ἀργά, αὐτοαποκαλύπτεται   : δὲν ἀντέχει τὴν ἀλήθειαν ! ... 

Νέα Πεντέλη, 3η  Ὀκτωβρίου 2003.

 

^*^*^*^

 

Κατωτέρω καταχωρίζεται τὸ κείμενον τῶν ἐν λόγῳ τριῶν ἐπιστολῶν τοῦ Προέδρου :

 

 

2.- ΠΡΩΤΗ  ΕΠΙΣΤΟΛΗ (17.1.2003)

 

Ἑλληνικὴ ἡ ὀνομασία «Γραικοί» - Ἀποβλητέα τὰ «Ρωμηὸς» καὶ «Ρωμηοσύνη» - Ἑλληνικὸν τὸ Βυζάντιον.

 

Νέα Πεντέλη, 17η Ἰανουαρίου 2003.

Περιοδικὸν «ΔΑΥΛΟΣ»,

Κυδαθηναίων 29, Πλάκα,

(τηλεομοιότυπον 210 3314997)

105 58 Α θ ή ν α ς.

 

Κύριε Διευθυντά,

 

Εἰς τὸ κυκλοφοροῦν ὑπ’ ἀριθ. 253 τεῦχος (Ἰανουαρίου 2003) τοῦ ἐγκρίτου περιοδικοῦ σας «Δαυλὸς» δημοσιεύεται ὀργίλη, ἐξ ἀγαθοῦ φιλοπάτριδος συνειδότος, ἐπιστολὴ τοῦ ἐν Βερολίνῳ ἀναγνώστου σας Κυρίου Κώστα Μπαλάνου. Μὲ τὴν ἀντίληψιν ὅτι ἡ φιλοπατρία προϋποθέτει καὶ ἑδραίαν γνῶσιν τῆς Ἱστορίας, θὰ ἤθελα ἐπὶ τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς νὰ παρατηρήσω, χάριν τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ περιοδικοῦ, τὰ ἀκόλουθα :

 

Πρῶτον, πλανᾶται ὁ ἐπιστολογράφος σας φρονῶν, ὅτι τὸ ὄνομα «γραικὸς» εἶναι ξενικόν, δοθὲν δῆθεν ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς Ἕλληνας τῆς κάτω Ἰταλίας ! Διότι δὲν πρόκειται περὶ ξενικῆς ὀνομασίας ! Εἶναι ὄνομα ἑλληνικώτατον, τὸ πρῶτον ἐθνικόν μας ὄνομα. Πράγματι, λέγει ὁ Ἀριστοτέλης (Μετεωρολογικά, Ι 14) «ὤκουν γὰρ ... καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοί, νῦν δὲ Ἕλληνες» (βλέπε τὸ κείμενον, π.χ. εἰς τὴν ἔκδοσιν τῶν Μετεωρολογικῶν τῆς Collection Budé, Παρίσι, τόμος Ι, 1982, σελ. 45, παραπομπὲς δὲ καὶ εἰς ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς εἰς τὸ ἐξαίρετον ἔργον τοῦ Καθηγητοῦ Γεωργίου Α. Παπαντωνίου, Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Ἱστορία, τόμος Α', 1979, σελ. 98 ὑποσημ.2). Τὸ «γραικὸς» αὐτὸ ἐπῆραν ἐν συνεχείᾳ οἱ Ρωμαῖοι καί, προσαρμόζοντές το εἰς τὴν φωνητικὴν τῆς γλώσσης των, ἔπλασαν τὸ Graecus”, ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ προέρχονται οἱ, σημειούμενες ἀπὸ τὸν ἐπιστολογράφον σας, ὀνομασίες εἰς τὶς σύγχρονες ξένες γλῶσσες ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς χώρας μας. Οἱ ὁποῖες, ἑπομένως, μὲ πανάρχαιες ἑλληνικὲς ρίζες καὶ κατὰ καμμίαν λογικὴν δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀποβλητέες.

 

Ἀντιθέτως ἀποβλητέες εἶναι οἱ ὀνομασίες «ρωμιὸς» καὶ «ρωμιοσύνη», οἱ ὁποῖες δυστυχῶς χρησιμοποιοῦνται καὶ ἀπό, ἀξιολόγους, κατὰ τὰ λοιπά, διανοουμένους, οἱ ὁποῖοι ἐναβρύνονται ὁμιλοῦντες συνεχῶς γιὰ τὴν «ὀρθόδοξη ρωμαίικη παράδοση» (ἄλλοτε ὑπῆρχε, δὲν γνωρίζω ἐὰν ἐξακολουθῇ, καὶ εἰδικὴ ραδιοφωνικὴ ἐκπομπὴ μὲ τὴν ὀνομασίαν αὐτήν !), χωρὶς νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴν ἀλήθειαν, ὅτι ἡ προσωνυμία «ρωμαῖος», δηλ. ἡ ἰδιότης τοῦ ρωμαίου πολίτου, ἡ ρωμαϊκὴ ἰθαγένεια θὰ ἐλέγαμε σήμερα, ἀπενεμήθη (καὶ αὐτό, ἂς σημειωθῇ, ἔγινε διὰ φορολογικοὺς ἀποκλειστικῶς σκοπούς !), μὲ τὸ γνωστὸ διάταγμα τοῦ Καρακάλλα τὸ 212 μ.Χ., εἰς ὅλους τοὺς ὑποδούλους λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς ὑπὸ τῆς τότε κοσμοκρατείρας Ρώμης. Τὶ θέλουν λοιπὸν οἱ διανοούμενοί μας αὐτοὶ νὰ διαιωνίσουν ; Τὴν ἀνάμνησιν τῆς δουλείας ἐκείνης ; Ἀλλὰ οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ 1821 μὲ θαυμαστὴν ἐπίγνωσιν τῆς ταυτότητός των διαλαλοῦσαν : «ἐγὼ γραικὸς γεννήθηκα, γραικὸς θὲ νὰ πεθάνω», χρησιμοποιοῦντες ἀκριβῶς τὸ πανάρχαιον ἐκεῖνο καὶ αὐτόχθον «γραικὸς» καὶ ὄχι τὸ ξενόφερτον καὶ ἀποβλητέον «ρωμαῖος» ἢ «ρωμηός ( ἢ «ρωμιός»). Ἀναμφισβητήτως ἦσαν σοφώτεροι ἀπὸ τοὺς αὐτοαποκαλουμένους «ρωμηούς» ! ...  

Δεύτερον, πλανᾶται ἐπίσης δεινῶς ὁ ἐπιστολογράφος σας, θεωρῶν, ὅτι μετὰ τὴν ρωμαϊκὴν κατἀκτησιν ἡ σκλαβιὰ τῶν Ἑλλήνων διήρκεσε δῆθεν 1850 χρόνια ! Διότι ἔτσι διαγράφει ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας τὸ χιλιόχρονον Βυζάντιον, αὐτὴν τὴν Ἑλληνικὴν Μεσαιωνικήν μας Αὐτοκρατορίαν, κατὰ τὸν ἀνεπανάληπτον ἐθνικόν μας ἱστορικὸν ἀείμνηστον Κωνσταντῖνον Παπαρρηγόπουλον. Καὶ εἶχε μὲν διατηρήσει ἡ αὐτοκρατορία μας αὐτὴ τὴν ρωμαϊκὴν κρατικὴν παράδοσιν καὶ τὴν ἀρχικὴν ὀνομασίαν της ὡς «Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους», ἀλλ' αὐτὸ ἐπέβαλλε πολιτικὴ σκοπιμότης, συγκεκριμένως ἡ διατήρησις τῆς ἐλπίδος ἀνακτήσεως καὶ τοῦ Δυτικοῦ τμήματος τῆς ἀρχικῆς ἑνιαίας αὐτοκρατορίας ἀπὸ τοὺς ἐπιδραμόντας καὶ καταλύσαντας τοῦτο βαρβάρους. Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως, παρὰ τὴν ὀνομασίαν του, τὸ «Ἀνατολικὸν Ρωμαϊκὸν Κράτος» ἀπὸ τὶς ἀπαρχές του εἶχεν ἐξελληνισθῆ. Καὶ πληθυσμιακῶς καὶ πολιτιστικῶς.

 

Ὄντως καὶ ὁ πληθυσμὸς τοῦ Κράτους κατὰ μέγα μέρος, ἀπὸ τοῦ ἑβδόμου μάλιστα αἰῶνος, δηλαδὴ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἡρακλείου, μὲ τὴν ἀπώλειαν ἀλλοεθνῶν τμημάτων τῆς αὐτοκρατορίας (Συρίας, Παλαιστίνης, Αἰγύπτου καὶ Λιβύης), ἦτο ἑλληνικός. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια, συσκοτιζομένη δολίως κατὰ τὶς ἡμέρες μας μὲ τὰ φληναφήματα περὶ τῆς δῆθεν πολυεθνικότητος τοῦ Βυζαντίου ! Ἀλλὰ καὶ πολιτιστικῶς, πνευματικῶς, ὁ συντριπτικῶς πλειονοψηφῶν Ἑλληνισμὸς ἐκυριάρχει μὲ τοὺς συγγραφεῖς του καὶ τὴν πνευματικήν του παράδοσιν, ἡ ὁποία ἐπιδρᾷ καὶ εἰς τοὺς ξένους, πολλοὺς τῶν ὁποίων καὶ ἐξελληνίζει. Καὶ ἤδη ἀπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ ἑξῆς οἱ νόμοι συντάσσονται εἰς τὴν ἑλληνικήν, ἐνῷ καὶ ἡ εἰς τὴν λατινικὴν Ἰουστινιάνειος νομοθεσία μεταγλωττίζεται ἀκολούθως εἰς τὴν ἑλληνικὴν μὲ τὰ «Βασιλικὰ» τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀπὸ δὲ τοῦ 397 δικαστικαὶ ἀποφάσεις καὶ ἀπὸ τοῦ 439 αἱ διαθῆκαι συντάσσονται εἰς τὴν ἑλληνικήν. Ἀκόμη καὶ ἠ χριστιανικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολῆς, ὑπηρετοῦσα καὶ τὸν ἄλλον χριστιανικὸν κόσμον, καὶ τὴν Δύσιν καὶ τοὺς ἀνατολικοὺς λαούς, ἐξελληνίζεται, μὲ ἀποτέλεσμα βεβαίως ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ ἰουδαϊκὴ αἵρεσις εἰς μίαν γωνίαν τῆς Παλαιστίνης, ὅπως χωρὶς τὴν ἑλληνικὴν εὐεργεσίαν θὰ παρέμενε, νὰ προσλάβῃ διαστάσεις οἰκουμενικότητος (βλέπε ἐπὶ τῶν ἀνωτέρω π.χ. τὸ ἔργον τοῦ Καθηγητοῦ καὶ Ἀκαδημαϊκοῦ ἀειμνήστου Κωνσταντίνου Ἀμάντου, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμος Α΄, ἔκδοσις β΄, 1953, σελ. 52 ἑπ.). Πρόκειται περὶ πρωτοφανοῦς εἰς τὴν Ἱστορίαν  ἄθλου, τὸν ὁποῖον ἐπετέλεσε, καὶ θριάμβου, τὸν ὁποῖον κατήγαγε, πάντοτε ἀκμαῖος καὶ ζωντανός, παρὰ τὴν ρωμαϊκὴν κατάκτησιν, ὁ Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικῶς κατέφαγε τὰ θεμέλια ρωμαϊκὴς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν μετέτρεψεν εἰς ἑλληνικήν. Βεβαίως ἠμπορεῖ ὀ καθεὶς νὰ ἔχῃ τὰς ἀντιλήψεις του ἐπὶ τῆς διαμορφώσεως τῶν ἐσωτερικῶν πραγμάτων τῆς Αὐτοκρατορίας, ἰδίως ὡς πρὸς τὴν ἐπιρροὴν τοῦ θρησκευτικοῦ παράγοντος, μὲ τὶς διαρκεῖς ἔριδες καὶ τὰ πολυάριθμα μοναστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα κατέφευγαν ὄχι ὅλοι ἀπὸ ἐσωτερικὴν κλίσιν, ἀλλὰ καὶ χιλιάδες φυγοπόνων καὶ ἀργοσχόλων πρὸς ἀποφυγὴν τῆς στρατεύσεως, γεγονότα τὰ ὁποῖα συνετέλεσαν ἀποφασιστικῶς καὶ εἰς τὴν ἀποδυνάμωσιν τῆς Αὐτοκρατορίας. Δὲν ἔπαυσεν ὅμως ἐκ τούτων ἡ Αὐτοκρατορία νὰ εἶναι ἑλληνική.

 

Εἶναι λοιπὸν παραλογισμός, Κύριε Διευθυντά, νὰ ἀπορρίπτωνται ἀκρίτως καὶ μὲ τόσην εὐκολίαν α) τὸ ἀρχαιότατον καὶ ἑλληνικώτατον ὄνομά μας «γραικοί», καὶ β) ἕνα ἀπὸ τὰ λαμπρότερα τμήματα τῆς ἐθνικῆς μας Ἱστορίας, αὐτὸ τῆς Ἑλληνικῆς Μεσαιωνικῆς μας Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἐπὶ χίλια καὶ πλέον χρόνια ἀπετέλεσε τὸ προπύργιον τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ καὶ φραγμὸν εἰς τὴν πλήρη ἐκβαρβάρωσιν τῆς Εὐρώπης. Τμῆμα, τὸ ὀποῖον ἄλλωστε καὶ μᾶς συνδέει μὲ τὸ ἀπώτερον ἐθνικόν μας παρελθόν, τὴν ἀδιατίμητον ἑλληνικὴν ἀρχαιότητα.-

 

Μὲ τὴν προσήκουσαν τιμὴν,

 ( ὑπογρ.) Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης

www.sartzetakis.gr

 

 

^*^*^*^

 

 

3.- ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ  (14.3.2003)

 

Οὐδέποτε ἐχρησιμοποιήθη ἡ ὀνομασία «Γραικοὶ» ὑβριστικῶς –

Τὸ Βυζάντιον ὑπῆρξε φυτώριον καὶ προπύργιον

ἐπὶ χίλια καὶ πλέον χρόνια τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ.

 

Νέα Πεντέλη, 14η Μαρτίου 2003.

 

Περιοδικὸν «ΔΑΥΛΟΣ»,

Κυδαθηναίων 29, Πλάκα,

(τηλεομοιότυπον 210 3314997)

105 58 ‘Α θ ή ν α ς.

 

Κύριε Διευθυντά,

 

Ματαιοπονεῖτε μὲ τὰς παρατηρήσεις σας ὑπὸ τὴν δημοσιευθεῖσαν εἰς τὸ κυκλοφοροῦν ὑπ’ ἀριθ. 255 τεῦχος (Μαρτίου 2003) τοῦ «Δαυλοῦ» ἐπιστολήν μου. Διότι αὐταὶ δὲν ἀφοροῦν εἰς τὰ ὑπ’ ἐμοῦ θιγέντα θέματα, μόνον τῆς ἑλληνικότητος τῆς ἀρχαίας ἐθνικῆς μας ὀνομασίας «Γραικοὶ» καὶ τοῦ Βυζαντίου. Ὥστε καὶ εὐλόγως νὰ διερωτῶμαι, διὰ ποῖον λόγον παρεθέσατε ἀπόψεις σας ἐπὶ ἄλλων, πρὸς ταῦτα, θεμάτων ὑπὸ τὴν ἐπιστολήν μου. Ἀλλὰ καὶ ἐπ’ αὐτῶν  ἐπιχειρηματολογεῖτε ἡμαρτημένως, ἄλλοτε ἀμαρτύρως, χωρὶς τεκμηρίωσιν, καὶ ἄλλοτε ἀπὸ προσκομιδῆς μέρους (ποὺ δὲν ἀποδίδει τὸ ὅλον !). Πράγματι : 

 

α) Ἀποδέχεσθε καὶ σεῖς τὴν ἑλληνικότητα τῆς ἐθνικῆς μας ὀνομασίας «Γραικοί», πρᾶγμα ὅμως ποὺ δὲν ἐσημειώσατε ὑπὸ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ, τὰ ἀντίθετα ὑποστηρίζοντος, ἀναγνώστου σας Κου Κώστα Μπαλάνου, ἡ ὁποία καὶ ἔδωσε τὴν ἀφορμὴν εἰς τὴν ἰδικήν μου ἐπιστολήν. Καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐκτείνεσθε εἰς ἄλλο, ἄσχετον πρὸς τὴν ἑλληνικότητα, θέμα, ἐπὶ τοῦ πῶς, μετὰ αἰῶνας πολλούς, ἐπὶ ρωμαϊκῆς κατακτήσεως, ἐχρησιμοποίουν οἱ Ρωμαῖοι τὴν ἐν λόγῳ ὀνομασίαν, ἰσχυριζόμενος ὅτι τὸ «γραικὸς» ἐχρησιμοποιεῖτο ὑπὸ τῶν Ρωμαίων πρὸς χαρακτηρισμὸν τῶν Ἑλλήνων ὑποτιμητικῶς-ἀπαξιωτικῶς∙ καὶ αὐτό, διότι «φθονοῦσαν τὸν πολιτισμὸν τῶν Ἑλλήνων»! Ἀλλὰ αὐτὰ ἐκτίθενται ἀμαρτύρως, χωρὶς τεκμηρίωσιν∙ ἀφοῦ καὶ ὁ Τσατσόμοιρος, εἰς τὸ βιβλίον τοῦ ὁποίου «Ἱστορία Γενέσεως τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας»(1991) παραπέμπετε, ἐπίσης ἀμαρτύρως ὁμιλεῖ καὶ μόνον εἰκασίας ἐκθέτει.

 

Πράγματι δέ, ἡ ὀνομασία «γραικὸς» οὐδέποτε καὶ παρ’ οὐδενὸς ἐχρησιμοποιήθη ἀπαξιωτικῶς-ὑποτιμητικῶς. Ἄλλωστε τὸ ἐθνικὸν ὀνομα ἑνὸς λαοῦ, ἐν προκειμένῳ τὸ «γραικοί», μόνον ἀπὸ κακοήθη συμπεριφορὰν τοῦ φέροντος αὐτὸ λαοῦ θὰ ἠδύνατο μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου νὰ ἀποκτήςῃ ὑποτιμητικὴν-ἀπαξιωτικὴν σημασίαν, καὶ ὄχι διότι ἔτσι ἐπιθυμοῦν τρίτοι, π.χ. συνεπείᾳ ὐποτιθεμένου μίσους κατακτητοῦ. Καὶ τοιαύτην κακοήθη ἔναντι οἱουδήποτε συμπεριφορὰν οὐδέποτε ἐπέδειξεν ὁ Ἑλληνισμός. Μόνον τὸ ἐθνικόν μας ὄνομα «Ἕλληνες» ἐθεωρεῖτο κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας τοῦ πρὸς ἐπιβολὴν ἀγῶνος τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ὑποδηλοῦν εἰδωλολάτρας, ἀλλ’ αὐτὸ ἐγένετο ἐκ θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας λόγῳ διαφορᾶς θρησκεύματος, ἀλλὰ καὶ τοῦ γεγονότος, ὅτι τὸ ἑλληνικὸν στοιχεῖον ἐκυριάρχει πληθυσμιακῶς εἰς τὴν ἀνατολικὴν λεκάνην τῆς Μεσογείου, ὅπου ἀνεπτύσσετο τότε ὁ Χριστιανισμός. Καὶ  αὐτὴ ἡ ἀντίληψις εἶχε συντελέσει, ὥστε κατὰ τοὺς Μέσους χρόνους νὰ ἀναβιώςῃ τὸ ὄνομα «Γραικοί», μὲ τὸ ὁποῖον  καὶ αὐτοωνομάζοντο πλέον οἱ Ἕλληνες, δηλοῦντες οὕτω τὴν ἐθνικήν των καταγωγήν, ἐνῷ ἐπισήμως ὡς πολῖται ἐχαρακτηρίζοντο «Ρωμαῖοι», καθ’ ὃ ὑπήκοοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (βλέπε π.χ. τὸ βιβλίον τοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτη ΧΡΗΣΤΟΥ, Οἱ περιπέτιες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων, 4η ἔκδ., 1993, σελ. 106 ἑπ.).

 

Ὅμως οἱ Ρωμαῖοι δὲν εἶχον κανένα λόγον νὰ ὀνοματίζουν ὑποτιμητικῶς τοὺς κατακτηθέντας προγόνους μας. Καί, ὅπως ἡ Ἱστορία ὁμοθύμως διδάσκει, ὄχι μόνον δὲν ἐφθόνουν τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὸν ἐθαύμαζον καὶ τὸν ἐνεκολπώθησαν. Αἱ περὶ τούτου μαρτυρίαι συντριπτικαί : Εἶναι πασίγνωστος ὁ λόγος  τοῦ Ὁρατίου, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ ἑλληνότιτλον ἔργον του Epistulae (Ἐπιστολαὶ) εύγνωμόνως διελάλει, ὅτι «Graecia capta ferum victorem vicit et intulit agresti Latio artes et philosophiam”, ἤτοι «ἡ Ἑλλὰς κατακτηθεῖσα, τὸν σκληρὸν νικητὴν ἐνίκησε καὶ εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἀγροῖκον Λάτιον τὰς τέχνας καὶ τὴν φιλοσοφίαν». Πράγματι δὲ ἡ λογοτεχνία τῶν Ρωμαίων ἀπεμιμήθη τὴν ἑλληνικήν (π.χ. ὁ Βιργίλιος εἰς τὴν «Αἰνειάδα» του οὐσιαστικῶς ἀντιγράφει τὸν Ὅμηρον, Λουκρήτιος εἰς τὸ «Περὶ φύσεως» [De rerum natura] ἔργον του τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἐπικούρου ἀκολουθεῖ, κλπ., κλπ.)∙  ἡ ρωμαϊκὴ ἱστοριογραφία κατὰ τὸν 3ον π.Χ. αἰῶνα ἐχρησιμοποίει τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν (π.χ. Φάβιος Πίκτωρ), ἀλλὰ καὶ μεταγενεστέρως ὁ Σαλλούστιος (περίπου 86-35 π.Χ.) ἀπεμιμήθη τὸ Θουκυδίδειον ὕφος καὶ τὸ καθολικὸν πνεῦμα τοῦ Ποσειδωνίου, ἐνῷ καὶ ὁ Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. – 17 μ.Χ.), τοῦ ὁποίου τὸ ἔργον ἀπετέλεσε τὴν «Βίβλον» τῆς Ρωμαϊκῆς Ἱστορίας, ἀπὸ τὸν Πολύβιον ἤντλησε. Ὅπως καὶ ἡ τέχνη τῶν Ρωμαίων (οἰκοδομική, ἀγαλματοποιία, κλπ.) ἑλληνικὰ πρότυπα μιμεῖται. Ἀκόμη δὲ καὶ εἰς τὴν θρησκείαν οἱ Ρωμαῖοι ἠκολούθησαν τὸ ἑλληνικὸν δωδεκάθεον. Καὶ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐξεμάνθανον : πρὸ παντὸς οἱ ἔμποροι καὶ ἡ ἰθύνουσα τάξις τῆς Ρωμαϊκῆς κοινωνίας ἐδιδάσκοντο καὶ ὡμίλουν τὴν Ἑλληνικὴν καὶ ἐμιμοῦντο πρότυπα ἑλληνικά (βλέπε σχετικῶς, ἀντὶ παντὸς ἄλλου τὸ ἔργον τοῦ διασήμου Theodor MOMMSEN, Histoire Romaine [δίτομος ἔκδοσις Robert Laffon, Paris, 1985], τόμος A’, σελ. 349 ). Μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου οἱ συντηρητικοὶ Ρωμαῖοι, λόγῳ ἐμμονῆς των εἰς τὰ πάτρια, νὰ ἐκφράζουν ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὴν δυσφορίαν των. Καὶ πρῶτος ὁ Κικέρων ἐχρησιμοποίησε τότε τό, ὑποκοριστικὸν τοῦ «γραικοί», ὄνομα «γραικύλοι» (Graeculi), δηλαδὴ «Ἑλληνάκια», ὄχι ὅμως μὲ ὑβριστικήν τινα διὰ τοὺς Ἕλληνας ἔννοιαν (βλέπε Ἰωάννην ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΝ, Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια [Δρανδάκη], τόμος 8ος, σελ. 666), ἀλλὰ πρὸς ἐκδήλωσιν ἀποδοκιμασίας δι’ ὅσους συμπατριώτας του ἠκολούθουν ξένην γλῶσσαν καὶ ξένα πρότυπα ζωῆς. Ἀκριβῶς ὅπως κατὰ τὰς ἡμέρας μας χαρακτηρίζωμεν «Ἀμερικανάκια» αὐτούς, οἱ ὁποῖοι, ἐγκαταλείποντες τὸν ἑλληνικόν, ἀπομιμοῦνται εἰς ὅλα (γλῶσσαν, κλπ.) τὸν ἀμερικανικὸν τρόπον ζωῆς, χωρὶς βεβαίως τοιοῦτος χαρακτηρισμὸς καὶ νὰ ἐνέχῃ ὑποτιμητικὴν θεώρησιν τοῦ ἀμερικανικοῦ λαοῦ. Ὁ δὲ θαυμασμὸς καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη αὐτὴ εἶχον κατὰ καιροὺς καὶ οὐσιαστικὰ ἀντικρύσματα, κυρίως μὲ τὴν παραχώρησιν αὐτονομίας εἰς τὰς ἑλληνικὰς πόλεις ὡς καὶ πλείστων φορολογικῶν ἀπαλλαγῶν, γεγονότα, τὰ ὁποῖα καταδεικνύουν, ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ὄχι μόνον δὲν κατεφρόνουν, ἀλλὰ καὶ συμπεριεφέροντο εὐμενῶς ἔναντι τῶν κατακτηθέντων Ἑλλήνων, ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἄλλους ὑποδούλους λαούς.

 

Ὑπὸ τοιαῦτα ἱστορικὰ δεδομένα εἶναι βεβαίως μόνον γραφικὴ ἡ, βάσει αὐθαιρέτων εἰκασιῶν καὶ χωρὶς τεκμηρίωσιν, θεώρησις τοῦ Τσατσόμοιρου, ὁ ὁποῖος μάλιστα, εἰς τὴν σελ. 138 τοῦ ἀνωτέρω βιβλίου του, φθάνει μέχρι τοῦ σημείου, νὰ θεωρῇ, ὅτι τὸ ὄνομα «γραικὸς» ... «παρενοήθη»(εἶναι τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖ) ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους, ταυτισθὲν μὲ τὸ «Ἕλλην», ἐνῷ «εἶναι ὕβρις, ποὺ οἱ Ρωμαῖοι ἠθελημένως ἐξεστόμισαν καὶ τὸ ἐπέβαλαν καὶ στοὺς ὑποδούλους σ’ αὐτοὺς λαούς»! Φυσικὰ καὶ δὲν χρειάζονται σχόλια ἐπὶ τοῦ ἰσχυρισμοῦ, ὅτι ἡ ἀρχαιοτέρα ὀνομασία τῶν Ἑλλήνων, προηγηθεῖσα κατὰ πολλοὺς αἰῶνας τῆς ρωμαϊκῆς κατακτήσεως καὶ χρησιμοποιουμένη καθολικῶς ὑπ’ αὐτῶν κατὰ τοὺς Μέσους αἰῶνας καὶ μέχρι τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, εἶναι «ὕβρις» καὶ ὅτι «παρενόησε» τὴν ὀνομασίαν αὐτὴν ἕνας Ἀριστοτέλης καὶ τὴν κατενόησε, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ, μετὰ 2300 καὶ πλέον χρόνια ὁ ... Τσατσόμοιρος !

 

Καὶ ἀκόμη : πνευματικοὶ γίγαντες, ὡς ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς ἢ ὁ ἐθνομάρτυς Ρήγας Φεραῖος οὐδέποτε θὰ ἐχρησιμοποίουν εἰς τὰ γραφόμενά των τὴν ὀνομασίαν «γραικοί», ὁ δὲ ἥρως τῆς Ἐπαναστάσεως Ἀθανάσιος Διάκος δὲν θὰ ἐξεστόμει κατὰ πρόσωπον τῶν δημίων του, καλούντων αὐτὸν πρὸ τῆς μαρτυρικῆς θανατώσεώς του ὅπως γίνῃ τοῦρκος, τὸ μνημειῶδες «ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ νὰ πεθάνω», ἐὰν ἡ ὀνομασία αὐτὴ εἶχε καὶ κατ’ ἐλάχιστον ὑποτιμητικὴν-ἀπαξιωτικὴν σημασίαν. Κλπ., κλπ.

 

Τοιουτοτρόπως πίπτει εἰς τὸ κενὸν καὶ ἡ ἰδική σας ἐπισήμανσις, προδήλως ἐλεγκτικῶς, ὅτι ἐνῷ ὁ Κος Μπαλᾶνος μὲ τὴν ἐπιστολήν του «ἀναδεικνύει ἐπαρκῶς τὴν ἐννοιολογικὴ ἀπαξίωση τοῦ ‘’γραικός’’», ἐγὼ δὲν ἔπραξα τὸ ἴδιον μὲ τὴν ἐπιστολήν μου !

 

β) Μὲ τὴν ἐπιστολήν μου ἐσημείωσα τὴν πλάνην τοῦ ἀναγνώστου σας, ὅτι μετὰ τὴν ρωμαϊκὴν κατάκτησιν ἡ σκλαβιὰ τῶν Ἑλλήνων διήρκεσε, δῆθεν, 1850 χρόνια ! Ἡ ἄρνησις τῆς ἑλληνικότητος τοῦ Βυζαντίου, ὥστε νὰ ὁμιλῶμεν διὰ 1850  χρόνια «σκλαβιᾶς»τῶν Ἑλλήνων, ὁδηγεῖ εἰς λογικὰ ἀδιέξοδα. Διότι, ἀφοῦ τὸ «Ἀνατολικὸν Ρωμαϊκὸν Κράτος» ἔπαυσε νὰ εἶναι «ρωμαϊκὸν» καὶ ἐγένετο Ἑλληνικόν (Βυζάντιον), ὅπως τεκμηριωμένως εἰς τὴν ἐπιστολήν μου ἐσημείωσα, ἐπὶ τέλους εἰς τίνος τὴν κυριαρχίαν περιῆλθε, ὥστε ὀ Ἑλληνισμὸς νὰ ἐξακολουθῇ νὰ εἶναι «σκλαβωμένος»;  Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου σεῖς, μὲ τὰς ὑπὸ τὴν ἐπιστολήν μου παρατηρήσεις σας, διολισθαίνετε εἰς ἄλλο θέμα, συγκεκριμένως εἰς τὴν ἐσωτερικὴν κατάστασιν τοῦ Βυζαντίου, τὴν κρατήσασαν εἰς αὐτὸ ἰδεολογίαν καὶ τὴν πνευματικήν του ἀτμόσφαιραν. Πράγματι, ἕτερον ταυτότης ἑνὸς κράτους καὶ ἕτερον ἡ ἐν αὐτῷ κυριαρχοῦσα, ἔστω καταναγκαστικῶς ἰδεολογία. Διότι ὑπὸ ἐναντίαν ἐκδοχὴν θὰ ἔπρεπε τὸ Ἑλληνικόν μας Κράτος νὰ ἔπαυε ὑφιστάμενον κατὰ τὰς περιόδους δικτατορίας, ὡς ἀντικειμένης ταύτης πρὸς τὴν ἑλληνικὴν θεώρησιν ἐνδοπολιτειακοῦ βίου, πρᾶγμα φυσικὰ τὸ ὁποῖον ὑπὸ οὐδενὸς ὑποστηρίζεται. Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἄλλου θέματος πάλιν ἡμαρτημένως ἐπιχειρηματολογεῖτε, ἀπὸ προσκομιδῆς μέρους.

 

Διότι τὰ κείμενα, εἰς τὰ ὁποῖα ἀναφέρεσθε, εἶχον περιέλθει εἰς ἀχρησίαν, ἀνάγονται εἰς τοὺς ἀρχικοὺς αἰῶνας θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας καὶ συνήθως ὡς «Ἕλληνας» ἐννοοῦν, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, τοὺς εἰδωλολάτρας. Καὶ βεβαίως ἡ ἀρχέγονος θρησκεία εἶχεν ἀποπνιγῆ καὶ τὰ Ἱερὰ τῶν Ἑλλήνων εἶχον διὰ «χριστιανικῶν» χειρῶν ἰσοπεδωθῆ, ἀλλ’ αὐτὰ συνέβησαν πρὸ τῆς Βυζαντινῆς, ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς ἐποχῆς, μὲ τὴν φωτεινὴν ἐξαίρεσιν τοῦ ὄντως Μεγάλου Ἰουλιανοῦ. Ἀλλὰ οἱ κατὰ τῶν Ἑλλήνων κατατρεγμοὶ δὲν εἶχον συνέχειαν ἐπὶ Βυζαντίου, φυσικὰ ἐξαιρέσεις ὑπάρχουν, μὲ κορυφαίαν τὸ κλείσιμον ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν. Οἱ δὲ ἀνθελληνικοὶ θρησκευτικῶν κειμένων ἀφορισμοὶ ὁσημέραι καθίσταντο, ὡς ἀναχρονιστικοί, γράμμα νεκρὸν καὶ ἀνενεργεῖς∙  ὅπως καὶ ἡ πρὸς αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς ἐπιταγὴ τοῦ τακτικοῦ κατὰ τὰς Κυριακὰς ἐκκλησιασμοῦ των ἐπὶ ἀπειλῇ ἀφορισμοῦ, ἐὰν ἀπεῖχον ἐπὶ τρεῖς συνεχῶς Κυριακάς ! Ἀντιθέτως δὲ πρὸς ὅσα διατείνεσθε, τοὐλάχιστον ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἀρθρώνει κατὰ τὰς ἀκολουθίας της τὰ κατὰ τῶν Ἑλλήνων μισαλλόδοξα κείμενα. Προσωπικῶς τοὐλάχιστον οὐδέποτε ἤκουσα τοιαύτας ἀπαγγελίας κατὰ τὰς δοξολογίας τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ὁποία, ὰς σημειωθῇ, οὐσιαστικῶς ἀποτελεῖ ἀνύμνησιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ, ὡς δέχονται σύγχρονοι σοφοὶ ἱστορικοί, ἡ κατ’ αὐτὴν ἑορταζομένη ἀναστήλωσις τῶν εἰκόνων ἀπετέλεσε νίκην τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος κατὰ τοῦ ἀνεικονικοῦ πνεύματος τῆς ἀνατολῆς (βλέπε ἰδίᾳ Διονυσίου ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, Βυζαντινὴ Ἱστορία 324-1071, 1972, σελ. 185 ἑπ., ἰδίᾳ σελ.195 ἑπ., καὶ προηγουμένως, τοῦ ἰδίου, Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, 1969, σελ. 151 ἑπ., 160 ἑπ.).

 

Ὁ Ἑλληνισμὸς λοιπὸν κατέκτησε δι’ ἐξελληνισμοῦ τὸ Βυζάντιον καὶ δὲν ἐξωντώθη ὑπ’ αὐτοῦ, οὔτε φυσικῶς, οὔτε πνευματικῶς. Οὔτε φυσικῶς, δι’αὐτὸ καὶ κατεῖχε καὶ τὴν πληθυσμιακὴν εἰς αὐτὸ ἔναντι ἄλλων φυλῶν ὑπεροχήν. Εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν μάλιστα ὄχι μόνον κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς καταστροφῆς τοῦ 1922, ὁπότε οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες κάτοικοί της ἀνήρχοντο εἰς 2.568.351, ἔναντι μόνον 1.802.697 Τούρκων καὶ Ὀθωμανῶν (βλέπε σχετικὰς στατιστικάς, Ὀθωμανικὰς καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, εἰς τὸ ἐξαίρετον βιβλίον τοῦ ἀειμνήστου Κωνσταντίνου ΣΚΑΛΙΕΡΗ, Λαοὶ καὶ φυλαὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, 1922 [φωτοανατύπωσις 1990], σελ. 433 ἑπ.). Οὔτε πνευματικῶς, δι’αὐτὸ καὶ εἰς κανὲν ἄλλο Κράτος τοῦ Μεσαίωνος καὶ μέχρι τινὸς καὶ τῶν Νεωτέρων χρόνων δὲν ὑπῆρχον τόσοι μορφωμένοι, ἑπομένως καὶ ἀνώτεροι ὑπάλληλοι, οἱ ὁποῖοι νὰ δύνανται, ὅπως γράφει ὁ Diehl, νὰ ἀναγινώσκουν Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον καὶ Πίνδαρον, τοὺς τραγικοὺς ποιητάς, τὸν Ἀριστοφάνη,   τὸν Θουκυδίδην καὶ τὸν Πολύβιον, τὸν Δημοσθένη, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Θεόκριτον, τὸν Πλούταρχον, γενικῶς νὰ μελετοῦν τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας συγγραφεῖς καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ γράφουν κατὰ τὴν γλῶσσαν των ( βλέπε σχετικῶς π.χ. τὸ βιβλίον τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ καὶ Ἀκαδημαϊκοῦ Κωνσταντίνου ΑΜΑΝΤΟΥ, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμος Β΄, ἔκδοσις 2α, 1957, σελ. 7 ἑπ.).

 

Καταφρονητικαὶ περὶ τοῦ Βυζαντίου κρίσεις ἐξεφέροντο μόνον κατὰ τὸ ἀπώτερον παρελθὸν ἀπὸ ὡρισμένους ξένους, διατελοῦντας ὑπὸ τὴν πνευματικὴν δεσποτείαν τοῦ Παπισμοῦ, καὶ αὐτὸ ἐξ ἀντιθέσεως λόγῳ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχίσματος. Ὅμως, ἀντιθέτως, ἤδη ἀπὸ αἰῶνος καὶ πλέον ἀφθονοῦν οἱ διθυραμβικοὶ ὑπὲρ τοῦ Βυζαντίου λόγοι τῶν ἐπιφανεστέρων ἐπιστημόνων. Π.χ. ὁ G. Vernadsky ἐτόνισεν, ὅτι « ὁ μεσαιωνικὸς Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς δυνάμει τῆς πλουσίας καὶ ἰδιαζούσης συνθέσεώς του ἤσκησεν ἐπὶ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ πολιτισμοῦ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος ὄχι μικροτέραν ἐπίδρασιν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖον, τὸν κλασσικὸν Ἑλληνικὸν πολιτισμόν ». Carl Neumann ἔγραψεν, ὅτι « εἶναι ἐκπληκτικὸς ὁ ἀριθμὸς ἐξόχων ἀνδρῶν εἰς τὴν Βυζαντινὴν Ἱστορίαν∙ μόνον πρέπει νὰ ἀναζητήσωμεν τούτους ὀλιγώτερον εἰς τὴν πνευματικὴν κίνησιν ..... καὶ περισσότερον εἰς τὴν πολιτικὴν καὶ τὴν διοίκησιν, τὸν στρατὸν καὶ τὸν κλῆρον ». Philippson  παρετήρησεν, ὅτι «τὸ Βυζαντινὸν Κράτος μὲ τὴν ἔκτακτον ζωτικότητά του καὶ τὴν δύναμιν ἀναγεννήσεως εἶναι ἐκ τῶν ἐξαιρετικῶν φαινομένων τῆς Παγκοσμίου Ἱστορίας». Schweinfurth ἐτόνισεν, ὅτι ἡ ἁπλότης, ἡ λιτότης, ἡ σαφήνεια τῆς Βυζαντινῆς τέχνης φέρουν τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος, προσθέσας, ὅτι εἰς τὸ Βυζάντιον «δὲν ἀνέλαβεν ἄλλος λαὸς τὴν ἀρχαίαν κληρονομίαν τῆς τέχνης, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἑλληνισμός, ὅστις συνεχίζει τὸ ἔργον του ὑπὸ ἄλλας συνθήκας» (βλέπε τὰς παραπομπὰς εἰς τὸ ἀνωτέρω βιβλίον τοῦ Κωνσταντίνου ΑΜΑΝΤΟΥ σελ.1 ἑπ., 7 ἑπ.). Ἐκ δὲ τῶν ἡμετέρων, ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς ΜΙΧΕΛΗΣ εἰς τὸ μεταφρασθὲν εἰς τὴν ἀγγλικὴν καὶ γαλλικήν, τυχὸν δὲ ἐνθουσιώδους καὶ ἀπὸ ξένους κριτικῆς, θαυμάσιον βιβλίον του «Αἰσθητικὴ Θεώρηση τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης» τονίζει, ὅτι «ἀδίκως κατηγορήθηκε καὶ κατηγορεῖται ἀκόμα τὸ Βυζάντιο ὡς καλλιτεχνικὰ ὑποδεέστερο καὶ ἄγονο. Τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτέλεσε μπορεῖ νὰ ξενίζει τοὺς μορφωμένους ἀρχαιολάτρες, ἀλλὰ ἦταν ἕνα ἔργο μεγάλο καὶ βασικὰ ἀναγκαῖο γιὰ τὴν κατοπινὴ ἐξέλιξη τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ τῆς Δύσης, ποὺ ὄφειλε νὰ ἀφομοιώσει πρῶτα τοῦ Χριστιανισμοῦ τὰ νάματα», καὶ χαρακτηρίζει τὴν μὲν κλασσικὴν ὡς τέχνην τοῦ ὡραίου, τὴν δὲ βυζαντινὴν ὡς τέχνην τοῦ ὑψηλοῦ (τοῦ ὑπερόχου) ( ἔκδοσις β΄, 1972, σελ. 13, 17 ἑπ.).

 

Κατ’ ἀκολουθίαν τοιούτων ἐπαινετικῶν κρίσεων περὶ τοῦ Βυζαντίου, τῆς ἑλληνικότητος καὶ τῆς πνευματικῆς του ὑποστάσεως, ἐπιφανεστάτων εἰδημόνων, καὶ μάλιστα ξένων, ἡ, εἰς τὰς ὑπὸ τὴν ἐπιστολήν μου παρατηρήσεις σας, μομφὴ κατὰ τοῦ ἐθνικοῦ μας ἱστορικοῦ ἀειμνήστου Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, ὅτι, δῆθεν, ὑπηρέτησε μὲ τὸ ἔργον του «σκοπιμότητες», πρὸς θεωρητικὴν νομιμοποίησιν ἰδεολογήματος «ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ», «κενοῦ ἱστορικοῦ καὶ κοσμοθεωρητικοῦ ἀντικρύσματος», καθὼς καὶ ὁ ἐν τέλει μηδενισμὸς πολιτιστικῶς τοῦ Βυζαντίου, καὶ ἄδικοι εἶναι καὶ μόνον ὡς ἀσύστατα παραδοξολογήματα ἠχοῦν. Ἀφοῦ οὐδεὶς μέχρι σήμερον σοβαρὸς ἐπιστήμων καὶ εἰδήμων τῆς Ἱστορίας ἀπετόλμησε νὰ καταλογίςῃ εἰς τὸν ἐθνικόν μας ἱστορικὸν οἱανδήποτε, ἀποκλίνουσαν τῆς ἀληθείας, «σκοπιμότητα»κατὰ τὴν συγγραφὴν τοῦ ἔργου του. Ἐνῷ ἐξ ἄλλου, ἐὰν ὁ Βυζαντινὸς πολιτισμὸς ἦτο ὄντως μηδαμινός, δὲν θὰ ἐξεφέροντο αἱ ἀνωτέρω περὶ αὐτοῦ κρίσεις καὶ δὲν θὰ ἠσχολοῦντο μὲ τὰ ἐπιτεύγματά του, καὶ μάλιστα ἐγκωμιαστικῶς, τόσοι σοφοὶ Καθηγηταί, ἡμέτεροι καὶ ξένοι. Π.χ. ὁ Κρουμπάχερ μὲ τὴν «Ἱστορίαν τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» ( ἑλληνικὴ μετάφρασις Γεωργίου Σωτηριάδου, τόμοι Α΄- Γ΄, 1897),  Brehier (-Τατάκης) μὲ τὴν Φιλοσοφίαν εἰς τὸ Βυζάντιον, Delvoye  μὲ τὴν «Βυζαντινὴν Τέχνην» (ἑλληνικὴ μετάφρασις Μαντ. Παπαδάκη, 1988), ὁ Φαίδων Κουκουλὲς   μὲ τὸν «Βυζαντινῶν βίον καὶ πολιτισμόν» εἰς τὸ ἐκδοθὲν ὑπὸ τοῦ Γαλλικοῦ Ἰνστιτούτου Ἀθηνῶν ὁμότιτλον ἑξάτομον ἔργον του, κλπ., κλπ.

 

Καὶ ἐν συμπεράσματι : Τὸ Βυζάντιον, ἡ ὑπερχιλιετὴς Μεσαιωνική μας Αὐτοκρατορία, παρὰ τὰς ἐσωτερικάς του ἀδυναμίας ἀποτελεῖ μοναδικὸν πολιτιστικὸν φάρον τῶν καιρῶν ἐκείνων καὶ ἐγκαύχημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴν ἀνὰ τὰς χιλιετηρίδας πορείαν του.

 

Μὲ τὴν προσήκουσαν τιμήν,

(ὑπογρ.) Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης

www.sartzetakis.gr

 

 

^*^*^*^

 

 

4.- ΤΡΙΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ (12.6.2003)

 

Ὁ κατὰ τὰ ἑλληνικὰ πρότυπα διάλογος : δὲν ἐπιτρέπει παρεμβολὴν

προσωπικῶν συναισθημάτων συμπαθείας ἢ ἀντιπαθείας,

οὔτε κρίσεις πεφυσιωμένης ὑπεροψίας∙ καὶ συγχωρεῖ

τὴν ἔκθεσιν τεκμηριωμένων μόνον ἀπόψεων.

«Προοδευτικοὶ» σκοταδισταί, οἱ θλιβεροὶ

 ἐπίγονοι χιτλερικῆς καὶ σταλινικῆς λογικῆς καὶ πρακτικῆς.

Ἀνιστόρητοι ἀνθελληνικαὶ θέσεις περὶ δῆθεν ἐκσλαβισμοῦ

τῆς Ἑλλάδος μετὰ τἢν ἐπιδρομὴν τοῦ Ἀλαρίχου.

 

 

Νέα Πεντέλη, 12η Ἰουνίου 2003.

Περιοδικὸν «ΔΑΥΛΟΣ»,

Κυδαθηναίων 29, Πλάκα

(Τηλεομοιότυπον 210 33 14 997)

105 58 Ἀ θ ή ν α ς.

 

Κύριε Διευθυντά,

 

Ἐπὶ τῆς δημοσιευομένης εἰς τὸ κυκλοφοροῦν τεῦχος Ἰουνίου (ὑπ’ ἀριθ. 258) τοῦ Δαυλοῦ ἐπιστολῆς τοῦ Κυρίου Γιάννη Φώτη, εἰς ἀπάντησιν, ὑποτίθεται, τῶν θέσεων, ποὺ διετύπωσα εἰς τὸ τεῦχος παρελθόντος Μαρτίου περὶ τοῦ Βυζαντίου καὶ τῆς ἑλληνικότητος αὐτοῦ, παρατηρῶ τὰ ἀκόλουθα :

 

Ὁ ἐπιστολογράφος σας ἐκφράζει κατ’ ἀρχὴν τὴν «μεγάλη ἔκπληξή» του καὶ τὰ «ἀνάμικτα συναισθήματα», ποὺ τοῦ προεκάλεσε τὸ κείμενόν μου, καὶ μάλιστα ὅτι «ἀρχικὰ ἡ ἔκπληξἠ» του «ἦταν εὐχάριστη», ἀλλὰ «ἡ χαρά» του «μετατράπηκε σὲ ἀπογοήτευση». Ὅμως κάθε σοβαρὸς διάλογος, κατὰ τὰ ἑλληνικὰ πρότυπα, δὲν ἐπιτρέπει παρεμβολὴν προσωπικῶν συναισθημάτων συμπαθείας ἢ ἀντιπαθείας. Καὶ φυσικὰ οὔτε κρίσεις πεφυσιωμένης ὑπεροψίας τοῦ τύπου «πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας τόσο μορφωμένος ἄνθρωπος νὰ πέφτῃ σὲ τέτοιες πλάνες», ὅπως ἐκφράζεται περὶ ἐμοῦ ὁ ἐπιστολογράφος σας.

 

Ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐν συνεχείᾳ ὁμιλεῖ καταφρονητικῶς καὶ διὰ τὸν ἀνεπανάληπτον ἐθνικόν μας ἱστορικὸν Κωνσταντῖνον Παπαρρηγόπουλον μὲ τὸν ἐξωφρενικῆς διανοητικῆς ἐμπαθείας ἰσχυρισμόν, ὅτι, ναὶ μὲν «εἶναι πάντα ὠφέλιμη ἡ ὅποια ἔρευνα κάνει ἕνας σοβαρὸς ἱστορικός», ἀλλὰ «ἡ γνώμη του καὶ οἱ χαρακτηρισμοί του σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν ἀποτελοῦν ἐπιχείρημα εἰδικὰ ὅταν πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς πλέον συντηρητικούς, ὅπως ὑπῆρξε ὁ Παπαρρηγόπουλος» ! Χαρακτηρισμὸς πρωτάκουστος, ἀπὸ οὐδένα ἄλλον μέχρι σήμερον ἀποτολμηθεὶς, μὲ τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ, διεκδικοῦντος προδήλως τὴν ἰδιότητα τοῦ «προοδευτικοῦ», ἐπιστολογράφου σας. Ἀλλὰ θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ὑπομνησθῇ, ὅτι τὰς ἐπικληθείσας ἀπόψεις τοῦ ἀειμνήστου Παπαρρηγοπούλου ἐκφράζει ὄχι μόνον αὐτός, ἀλλὰ τὸ σύνολον τῶν σοβαρῶν ἱστορικῶν, διαπρεπεστάτων Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐπιστημόνων, εἰς τὰ κείμενα μερικῶν ἐκ τῶν ὁποίων καὶ παρέπεμψα. Περὶ αὐτῶν οὐδὲν λέγει ὁ ἐπιστολογράφος σας, ἐνῷ τὰς ἰδικάς του ἀπόψεις ἐκθέτει  αὐθεντικῶς ὡς ἀπὸ τρίποδος, χωρὶς καμμίαν ἀπολύτως τεκμηρίωσιν ! Φυσικὰ ὅποιος ὁμιλεῖ χωρὶς τεκμηρίωσιν, ἠμπορεῖ νὰ λέγῃ ὅ,τι τοῦ κατέβει καὶ νὰ παραποιῇ ἀναμφισβήτητα ἱστορικὰ γεγονότα.

 

   Καὶ δείγματα μὲν τῆς  «προοδευτικότητός» του μᾶς προσφέρει ὁ ἐπιστολογράφος σας καὶ εἰς τὴν συνέχειαν τῆς ἐπιστολῆς του μὲ τοὺς περὶ ἐμοῦ ἀφορισμούς του, τοῦ τύπου «κρῖμα, διότι ἀγνοῶ ἢ ξεχνάω» τὸ μέν, ἢ ὅτι «θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζω» τὸ δέ. Περιάγει δηλαδὴ ὁ ἐπιστολογράφος σας ἑαυτόν, ἀπὸ τῆς θεμιτῆς θέσεως τοῦ ἀντιλέγοντος, τὴν ὁποίαν καὶ μόνον συγχωρεῖ ὁ ἀληθινὸς διάλογος, εἰς τὴν περιωπὴν τοῦ ὑπερέχοντος κριτοῦ τοῦ συνομιλητοῦ του, περὶ τῶν γνώσεών του, αὐτῶν ποὺ ἔχει ἢ θὰ ἔπρεπε, κατὰ τὴν κρίσιν του, νὰ ἔχῃ ! Καὶ  μάλιστα μὲ ἀρρωστημένην οἴησιν αὐτοανακηρύσσεται ἁρμόδιος νὰ ὁρίζῃ καὶ τὰς θέσεις, τὰς ὁποίας πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας ἐπὶ θεμάτων τῆς ἐθνικῆς μας Ἱστορίας, ἀφοῦ θεωρεῖ «πραγματικὰ λυπηρό», διότι, τιμηθεὶς μὲ τὸ ἀνώτατον πολιτειακὸν ἀξίωμα, ἔχω τὰς ἀπόψεις ποὺ διετύπωσα ! Ἐνῷ θὰ ἔπρεπε, προδήλως, νὰ εἶχα, ὡς τιμηθεὶς μὲ τὸ ἐν λόγῳ ἀξίωμα, τὰς ἰδικάς του, τοῦ ἐπιστολογράφου σας τὰς ἀπόψεις ! Νοοτροπία αὐτόχρημα φασιστικὴ καὶ εὐθέως ἀντιδημοκρατική, ξένη πρὸς τὸ διανοητικὸν ἦθος κάθε πράγματι προοδευτικοῦ ἀνθρώπου, ἔχοντος μάλιστα ἑλληνικὴν ἀγωγήν, χαρακτηρίζουσα μόνον ψευδοπροοδευτικούς καὶ ψευτοδιανοουμένους, - τὸ εἶδος τῶν ὁποίων καὶ ἐπιπολάζει κατὰ τὰς ἡμέρας μας πασιδήλου πνευματικῆς παρακμῆς, - αὐτούς, ποὺ συστηματικῶς μετέρχονται τὴν ἰδεολογικὴν τρομοκρατίαν, κατὰ κανόνα θλιβεροὺς ἐπιγόνους τῆς σταλινικῆς καὶ χιτλερικῆς λογικῆς καὶ πρακτικῆς.

 

Δείγματα δὲ ἀνενδοιάστου παραποιήσεως ἱστορικῶν γεγονότων ἀποτελοῦν τὰ περὶ Ἀλαρίχου καὶ Σλαβίας ὑπὸ τοῦ ἐπιστολογράφου σας ἀναπτυσσόμενα. Διότι, ναὶ μέν, ὁμάδες φανατικῶν χριστιανῶν, ἐπωφεληθεῖσαι ἀπὸ τὴν εἰσβολὴν τοῦ Ἀλαρίχου εἰς τὴν Ἑλλάδα τὴν ἄνοιξιν τοῦ 396, τὸν ἐπλαισίωσαν καὶ κατέστρεψαν καὶ ἐλαφυραγώγησαν ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ ἱερά, πλὴν ἡ εἰσβολὴ αὐτὴ καὶ αἱ ἀκολουθήσασαι σφαγαὶ Ἑλλήνων ἐγένοντο, ὄχι ὑπαγορευθεῖσαι καὶ χάριν χριστιανῶν, ἀλλὰ εἰς τὸ πλαίσιον ἀνταρσίας τοῦ Ἀλαρίχου, ὄντος τότε μὲ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν Γότθους φοιδεράτου τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἀνταρσία ἐσημειώθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Θεοδοσίου τὸ 395 καὶ τὸν διαμοιρασμὸν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τοὺς δύο ἀβούλους καὶ ἀνικάνους υἱούς του, τὸν Ἀρκάδιον, λαβόντα τὸ ἀνατολικὸν τμῆμα, καὶ τὸν Ὀνώριον,λαβόντα τὸ δυτικόν, ὁπότε καὶ ἐπεχείρησεν ὁ αἱμοσταγὴς Ἀλάριχος, ἐπαιρόμενος ὅτι κατὰ χρησμὸν ἦτο κλητός, νὰ κυριεύσῃ διαδοχικῶς ἀμφότερα, μὲ τὴν πρώτην ἐκστρατείαν του καὶ τὴν εἰσβολὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ ἀνατολικόν, μὲ τὴν δευτέραν ἐκστρατείαν του κατὰ τῆς Ρώμης τὸ δυτικὸν τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας.- Αἱ ἐν λόγῳ σφαγαὶ Ἑλλήνων κατὰ τὴν ἐπιδρομὴν τοῦ Ἀλαρίχου δὲν ἀνῆλθον βεβαίως εἰς τὸ 90% αὐτῶν, ὥστε νὰ ἐρημωθῇ ἡ Ἑλλὰς καὶ μὲ τὸν ἀποικισμὸν σλαβικῶν φύλων νὰ «καταντήσει οὐσιαστικὰ Σλαβία», ὅπως αὐθαιρέτως, χωρὶς καμμίαν τεκμηρίωσιν, ἰσχυρίζεται ὁ ἐπιστολογράφος σας. Ἄλλωστε ἡ κατάβασις καὶ ἐγκατάστασις σλάβων εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὄχι ἀποικισμός, ἔγιναν αἰῶνας ἀργότερον, βαθμηδὸν κατὰ τὸν ὄγδοον αἰῶνα, ἡ δὲ θεωρία τοῦ Fallmerayer περὶ ἐκσλαβισμοῦ τῆς Ἑλλάδος, διατυπωθεῖσα τὸ 1830 πρὸς ἐξουδετέρωσιν τῆς ἐν Εὐρώπῃ φιλελληνικῆς κινήσεως καὶ στήριξιν τῆς ἀκεραιότητος τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ( βλέπε οὕτω τὴν Βυζαντινὴν Ἱστορίαν τῆς καθηγητρίας Αἰκατερίνης ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, τόμον Β1, 1981, σελ. 351) καὶ βασιζομένη εἰς παρερμηνείαν, ἂν μὴ παραχαράξεις (βλέπε οὕτω τὴν Βυζαντινὴν Ἱστορίαν τοῦ καθηγητοῦ καὶ ἀκαδημαϊκοῦ Διονυσίου ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, 1972, σελ. 133, ἐπίσης τοῦ ἰδίου,Οἱ Σλάβοι ἐν Ἑλλάδι, 1945, δι’ ὅλου τοῦ βιβλίου καὶ ἰδίως σελ. 15 ἑπ. ) κειμένων τοῦ Μενάνδρου καὶ τοῦ Εὐαγρίου, συγγραφέων τοῦ 6ου αἰῶνος, ἀνετράπη ἔκτοτε πλήρως ὑπὸ ἐπιφανῶν ἱστορικῶν (Zinkeisen τὸ 1832, Hopf τὸ 1867, Παπαρρηγοπούλου τὸ 1843 καὶ 1857) ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀνθρωπολογικάς, ἐθνογραφικάς, γλωσσολογικὰς καὶ λαογραφικὰς μελέτας ἄλλων νεωτέρων συγγραφέων, ὥστε ἤδη ἀπὸ τοῦ προπαρελθόντος, τοῦ 19ου(!), αἰῶνος κανεὶς νὰ μὴ τὴν ἀκολουθεῖ ( βλέπε σχετικῶς π.χ. τὴν Ἱστορίαν τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ καὶ ἀκαδημαϊκοῦ Κωνσταντίνου ΑΜΑΝΤΟΥ, τόμον Α΄, ἔκδ. β΄, 1953, σελ. 266 ἑπ., 381 ἑπ., 426 ἑπ. καὶ 450 ἑπ. ). Σλαβία λοιπὸν ἦτο φυσικῶς ἀδύνατον νὰ καταστῇ ἡ Ἑλλάς. Διερωτᾶται τις ἑπομένως εὐλόγως πρὸς τὶ ἡ ἐπίκλησις ἀπὸ τὸν ἐπιστολογράφον σας τόσον ἀνθελληνικῆς θεωρίας, ἀνασυρθείσης μάλιστα ἀπὸ τὸν κάλαθον τῶν ἀχρήστων τῆς Ἱστορίας. Ἐγχείρημα καταλῦον τὴν ἑλληνικὴν ἀρετὴν τῆς φιλοπατρίας, ἀρετὴν κοινὴν «παρ’ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι » ( πρβλ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Κρίτων, 51 α ).

 

Τέλος ὀφείλω νὰ σημειώσω, ὅτι ἡ διανοητικὴ ὑστερία τοῦ ἐπιστολογράφου σας μὲ τὸν χαρακτηρισμόν ὡς, δῆθεν, «τραγελαφικῆς», τῆς ἐκφράσεως «Ἑλληνικὴ Μεσαιωνικὴ Αὐτοκρατορία», τὴν ὁποίαν ἐχρησιμοποίησα ἀκολουθήσας διαπρεπεῖς ἱστορικούς, καταρρέει μὲ τὴν σκέψιν παντὸς  νηφαλίου ἀναγνώστου, ὅτι τὸ μὲν «Ἑλληνικὴ» ἐκφράζει φυλετικὴν πραγματικότητα, τὸ δὲ  «Μεσαιωνικὴ» δηλώνει ἐδῶ χρονικὴν ἱστορικῶς περίοδον καὶ φυσικὰ ἀμφότεροι οἱ ὅροι στεροῦνται ἐν προκειμένῳ ἀξιολογικοῦ νοήματος, καὶ ἐκ τρίτου ὁ ὅρος «Αὐτοκρατορία» χαρακτηρίζει ἁπλῶς ὑπαρκτὴν πολιτειακὴν συγκρότησιν, ὥστε κανεὶς βιασμὸς τῆς λογικῆς, ὡς πράττει ὁ ἐπιστολογράφος σας, νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ καταστήσῃ τὰς τρεῖς λέξεις, δῆθεν, «ἀλληλοσυγκρουομένας» !...

 

Είλικρινῶς λυποῦμαι, Κύριε Διευθυντά, ὄχι διὰ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ ἐπιστολογράφου σας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει ἁπλῶς τὸ ἰδεολογικόν του στίγμα (μὲ κυριαρχοῦν τὸ ἀνθελληνικὸν μένος ), τὴν πνευματικήν του στάθμην καὶ τὸ διανοητικόν του ἦθος. Λυποῦμαι μόνον, διότι ὁ Δαυλός, ἀφιστάμενος ἐν προκειμένῳ τῆς προγραμματικῆς του τοὐλάχιστον θέσεως προαγωγῆς τοῦ διαλόγου, ἐδημοσίευσεν ἐπιστολήν, καὶ μάλιστα εὐθέως ἀνθελληνικήν, ἀναιροῦσαν κάθε ἔννοιαν διαλόγου.-

 

Μὲ τὴν προσήκουσαν τιμήν,

(ὑπογραφὴ) Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης

 

www.sartzetakis.gr

 

 

*******