β)῾Υπόθεσις ἐκδόσεως Ρόλφ Πόλε, Αὔγουστος 1976

 

 Μετὰ τὴν κατάρρευσιν τῆς δικτατορίας καὶ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς δημοκρατικῆς νομιμότητος ὁ Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀπολυθῆ ὑπὸ τῆς δικτατορίας, μαζὶ μὲ ἄλλους συναδέλφους του, ἀντισυνταγματικῶς καὶ παρανόμως, ἀποκατεστάθη εἰς τὸν δικαστικὸν κλάδον μὲ τὸν βαθμὸν τοῦ ᾽Εφέτου, τοποθετηθεὶς εἰς τὸ ᾽Εφετεῖον ᾽Αθηνῶν. Καὶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του αὐτὴν συνέχισεν ἐνασκῶν τὸ δικαστικόν του λειτούργημα ὅπως πάντοτε, μὲ ἀμεροληψίαν καὶ ἀντικειμενικότητα, ἐφαρμόζων μόνον τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς κειμένους νόμους καὶ ἀκούων μόνον τὴν φωνὴν τῆς συνειδήσεώς του, χωρὶς νὰ ὑποκύπτῃ εἰς πολιτικὰς ἢ ἄλλας πιέσεις ἢ οἱανδήποτε σκοπιμότητα.

Αὐτὸ κατεφάνη ἰδιαιτέρως τὸν Αὔγουστον 1976 εἰς τὴν ὑπόθεσιν ἐκδόσεως τοῦ γερμανοῦ ὑπηκόου Ρόλφ Πόλε, ἡ ὁποία καὶ προεκάλεσε τότε σάλον εἰς τὴν ῾Ελλάδα, ἀλλὰ καὶ διεθνῶς. Συγκεκριμένως, ὁ Πόλε εἶχε καταδικασθῆ ὑπὸ γερμανικοῦ Δικαστηρίου εἰς συνολικὴν ποινὴν φυλακίσεως 6 ἐτῶν καὶ 5 μηνῶν δι᾽ ἀδικήματα τελεσθέντα ὑπ᾽ αὐτοῦ τὸ 1971, καθ᾽ ὅν χρόνον ἦτο μέλος τῆς ἐπαναστατικῆς ὁμάδος «Μπάαντερ-Μάϊνχοφ», γνωστῆς τρομοκρατικῆς ὀργανώσεως, καὶ συγκεκριμένως διὰ συμμετοχήν του εἰς αὐτήν (ἕνωσις πρὸς διάπραξιν ἀξιοποίνων πράξεων), ἀπάτην, πλαστογραφίας καὶ χρῆσιν πλαστῶν, παράνομον ἀπόκτησιν κατ᾽ ἐξακολούθησιν ἀπηγορευμένων ὅπλων καὶ παραχώρησιν αὐτῶν εἰς μέλη τῆς ἐπαναναστατικῆς, ὡς ἄνω, ὁμάδος, ἀντιποίησιν ἀκαδημαϊκοῦ τίτλου κατ᾽ ἐξακολούθησιν, παράνομον ὁπλοφορίαν καὶ ἀντίστασιν κατὰ τῆς ἀρχῆς. ᾽Αλλά, ἐκτίων τὴν ἀνωτέρω ποινήν του εἰς γερμανικὰς φυλακάς, ἀπελύθη ἐξ αὐτῶν τὴν 3.31975, καὶ  μάλιστα τοῦ ἐπετράπη νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ διατεθέντος ἀεροσκάφους πρὸς ἄγνωστον κατεύθυνσιν, κατόπιν ἀσκηθέντος ἐκβιασμοῦ κατὰ τῆς γερμανικῆς Κυβερνήσεως ἐκ μέρους ἀγνώστων, προφανῶς ὁμοϊδεατῶν του, συνισταμένου εἰς τὸ ὅτι, ἐὰν δὲν ἀπελύετο αὐτὸς καὶ ἄλλοι τινὲς κρατούμενοι, θὰ ἐφονεύετο ἀπαχθεὶς πολιτικός, ὁ  Πρόεδρος τοῦ Χριστιανοδημοκρατικοῦ κόμματος Βερολίνου καὶ Πρόεδρος τῆς Βουλῆς τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Βερολίνου. Καταζητούμενος δὲ μετὰ ταῦτα ἀπὸ τὴν Interpol εἶχε συλληφθῆ ὁ Πόλε εἰς τὴν ῾Ελλάδα καὶ ἐζητήθη τότε ἀπὸ τὴν ῾Ομοσπονδιακὴν Κυβέρνησιν τῆς (τότε Δυτικῆς) Γερμανίας, βάσει τῆς ἀνωτέρω καταδικαστικῆς ἀποφάσεως, ἡ ἔκδοσίς του.

᾽Αλλὰ ἡ αἰτουμένη ἔκδοσις δὲν ἦτο κατὰ νόμον ἐπιτρεπτή. Διότι τὰ ἐγκλήματα, διὰ τὰ ὁποῖα εἶχε καταδικασθῆ ὁ Πόλε εἶχον διαπραχθῆ ὑπ᾽ αὐτοῦ ὡς μέλους τῆς ἀνωτέρω ἐπαναστατικῆς ὁμάδος καὶ συνήπτοντο ἀμέσως καὶ εὐθέως πρὸς τοὺς πολιτικοὺς σκοπούς της, συνισταμένους εἰς ἀνατροπὴν τοῦ κρατοῦντος εἰς Δυτικὴν Γερμανίαν πολιτικοῦ καθεστῶτος. Ταῦτα δὲ καὶ ρητῶς ἐλέγοντο καὶ εἰς τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ προσετίθετο, ἐν σχέσει πρὸς τὸ κινῆσαν τὸν Πόλε ἐλατήριον καὶ τὸν ἐπιδιωχθέντα ὑπ᾽ αὐτοῦ σκοπόν, ὅτι «χαρακτηριστικὸν διὰ τὴν προκατάληψιν τοῦ κατηγορουμένου εἰς τὰς ἀντιλήψεις του ὡς πρὸς τὴν  ἐπανάστασιν  εἶναι ἡ ἀποφασιστικότης του νὰ ἀπεμπολήσῃ χρόνον, χρῆμα, ἐπάγγελμα καὶ ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν του, ἵνα ἀγωνισθῇ μὲ ἀποστολικὸν ζῆλον διὰ τὴν ἐπικράτησιν αὐτῆς». Τὰ δεδομένα ὅμως αὐτὰ συνέθετον τὴν ἔννοιαν πολιτικοῦ ἐγκλήματος, καὶ ἐπὶ πολιτικῶν ἐγκλημάτων ἔκδοσις δὲν συγχωρεῖται. ᾽Ενῷ ἐξ ἄλλου ἠμποδίζετο αὐτὴ καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι ὁ ἐκζητούμενος εἶχεν οἰκειοθελῶς ἀπολυθῆ ὑπὸ τῆς γερμανικῆς Κυβερνήσεως, ἀφοῦ ἡ Πολιτεία, «ὡς αὐτόνομος καὶ μοναδικὸς φορεὺς ἀσκήσεως ἐξουσίας, καὶ δὴ τῆς δικαιοδοτικῆς τοιαύτης, δὲν νοεῖται ἐνεργοῦσα ἐν δεδομένῃ περιπτώσει ὑπὸ τὸ κράτος ἀπειλῆς».

᾽Εν ὄψει τούτων τὸ ἁρμοδίως ἐπιληφθὲν Πενταμελὲς Συμβούλιον ᾽Εφετῶν ᾽Αθηνῶν, διὰ τῆς ὑπ᾽ ἀριθ. 12-13, ἔτους 1976, ἀποφάσεώς του, μὲ ἐκτενῆ καὶ ἐμπεριστατωμένην αἰτιολογίαν   καὶ πλειονοφηφίαν 3 πρὸς 2, ἀπέρριψε τὴν αἴτησιν τῆς γερμανικῆς Κυβερνήσεως περὶ ἐκδόσεως τοῦ Πόλε. Τὴν ἐπίμαχον αἰτιολογίαν (μὲ ἀναφορὰς εἰς ἑλληνικὴν καὶ ξένην βιβλιογραφίαν καὶ νομολογίαν) συνέταξεν ὁ μετασχὼν τοῦ Συμβουλίου καὶ τῆς πλειονοψηφησάσης γνώμης του ᾽Εφέτης Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης.

᾽Ηγέρθη μέγας σάλος. ῾Η ἀπόφασις κατέλαβε τὰ πρωτοσέλιδα τοῦ τύπου. ᾽Εχαιρετίσθη ἐνθουσιωδῶς ὡς ἔκφρασις δικαστικῆς ἀνεξαρτησίας, μὴ ὑποκειμένης εἰς κυβερνητικὰς ὑποδείξεις ἢ διακρατικὰς σκοπιμότητας, ἀφοῦ ξένης Κυβερνήσεως αἴτημα ἀπερρίπτετο. Δὲν ἔλλειψαν ὅμως ἄλλοι, ἔξαλλοι καὶ ἀνεύθυνοι δημοσιογραφικοὶ κονδυλοφόροι, οἱ ὁποῖοι καὶ παρέστησαν, ὅτι τὸ Συμβούλιον ᾽Εφετῶν μὲ τὴν ἀπόφασίν του αὐτὴν περίπου ὑποθάλπει τὴν τρομοκρατίαν τῶν πόλεων (!). Τελικῶς ὁ ῎Αρειος Πάγος, ἀσκηθείσης ἐφέσεως, ἀνέτρεψε, - σημειωτέον μὲ ἀμφιβόλου βασιμότητος αἰτιολογίαν, - τὴν ἀπόφασιν τοῦ Συμβουλίου ᾽Εφετῶν καὶ ἐπέτρεψε τὴν ἔκδοσιν εἰς τὴν Γερμανίαν τοῦ Πόλε. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινε δι᾽ ἀποφάσεως τοῦ Κωνσταντίνου Στεφανάκη, ῾Υπουργοῦ Δικαιοσύνης τῆς τότε Κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλῆ.

῾Η ὑπόθεσις ὅμως Πόλε δὲν περιωρίσθη εἰς τὴν διαδικαστικήν της, ὡς ἀνωτέρω, πορείαν. Διότι ὁ τότε Εἰσαγγελεὺς τοῦ ᾽Αρείου Πάγου Εὐστάθιος Μπλέτσας, ἄλλοτε ᾽Αρεοπαγίτης καὶ ἐκλεκτὸς τῆς Κυβερνήσεως, ἀφοῦ ὑπ᾽ αὐτῆς εἶχε προαχθῆ εἰς τὴν ἐν λόγῳ θέσιν, διέπραξε, μετὰ τὴν ἀνωτέρω ἀπόφασιν τοῦ ᾽Αρείου Πάγου, τὸ ἀτόπημα, νὰ ἀσκήσῃ πειθαρχικὴν δίωξιν κατὰ τῶν τριῶν ᾽Εφετῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ψήφου των εἶχον ἀπορρίψει τὴν αἴτησιν ἐκδόσεως τοῦ Πόλε ( ἤτοι τοῦ προεδρεύσαντος Κωνσταντίνου ᾽Αλεξοπούλου καὶ τῶν Χρήστου Σαρτζετάκη καὶ Στεργίου Βάλλα), καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν πειθαρχικήν των τιμωρίαν «διὰ παράβασιν καθήκοντος, αὐθαιρεσίαν καὶ ἄκραν ἐπιπολαιότητα ἐν τῇ κρίσει λίαν σημαντικοῦ διὰ τὴν Δικαιοσύνην καὶ τὴν Πολιτείαν θέματος», τονίζων μάλιστα εἰς τὸ κείμενον τοῦ κατηγορητηρίου, ὅτι τὸ συμπέρασμά των περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἐκζητουμένου Πόλε εἰς τὴν ἀνωτέρω «ἐγκληματικὴν ἕνωσιν» ὡς πολιτικοῦ ἐγκλήματος «παρίσταται σαφῶς αὐθαίρετον καὶ ὑποβολιμαῖον» !

 ᾽Αλλὰ μόλις διέρρευσεν εἰς τὸν τύπον ἡ εἰσαγγελικὴ αὐτὴ ἀσχημία, νὰ διώκωνται πειθαρχικῶς Δικασταὶ διὰ τὴν γνώμην τὴν ὁποίαν ἐξέφεραν καὶ τὴν ψῆφον, ποὺ ἔδωσαν, ἠγέρθη καὶ πάλιν τεράστιος σάλος, μεγαλύτερος τοῦ προηγουμένου. Οἱ πάντες, μὲ ἐλαχίστας ἐξαιρέσεις, ἐκαυτηρίασαν τὴν δίωξιν :

 Αἱ Δικαστικαὶ ῾Ενώσεις τὴν ἀπεδοκίμασαν.

Τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου ᾽Αθηνῶν εἰς εἰδικὴν συνεδρίασιν ἀπεφάσισεν ὁμοφώνως : «1. ᾽Αποδοκιμάζει ἔντονα τὴν πειθαρχικὴ δίωξη τῶν τριῶν ἐφετῶν.- 2. Διαπιστώνει, ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα μιᾶς πολιτείας, ποὺ ἐπανειλημμένα ἀπησχόλησε τὸν νομικὸ κόσμο, τὴν Βουλή, τὸν τύπο, τὰ κόμματα καὶ τὴν κοινὴ γνώμη τῆς χώρας.- 3. ῾Η παραμονὴ τοῦ κ. Μπλέτσα στὴ θέση τοῦ Εἰσαγγελέα τοῦ ᾽Αρείου Πάγου κλονίζει τὸ κῦρος τοῦ θεσμοῦ καὶ ζημιώνει τὴν Δικαιοσύνη καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἠ παραίτησή του.- ...... 6. ᾽Αναθέτει στὸ Προεδρεῖο α)νὰ καλέσῃ ὅλους τοὺς Δικηγορικοὺς Συλλόγους τοῦ κράτους σὲ κοινὴ ἀντιμετώπιση καὶ δράση, καὶ β) νὰ συγκαλέσῃ γενικὴ συνέλευση τὴν 13.12.1976 γιὰ νὰ ἀποφασίσῃ τὰ μέτρα, ποὺ πρέπει νὰ παρθοῦν, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῇ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα».

Τὸ ἴδιον περίπου ψήφισμα ἐξέδωσε καὶ Σύνοδος τῶν Προέδρων τῶν Δικηγορικῶν Συλλόγων τοῦ Κράτους, ὁμοφώνως καὶ αὐτή, μὲ προσωπικὴν (ὄχι τοῦ Συλλόγου του) ἀντίθετον ἄποψιν δι᾽ ὡρισμένας διατυπώσεις τοῦ ψηφίσματος ἑνὸς μόνον Προέδρου (ἐκείνου τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Μεσολλογίου), ἐπὶ συνόλου τριάκοντα τριῶν.

῾Η Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου ᾽Αθηνῶν, εἰς εἰδικὴν συνεδρίαν της (τῆς 8.12.1976) ὁμοφώνως ἐθεώρησεν, ὅτι «τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, τὸ ὁποῖον κατοχυρώνει μὲ ἰδιαιτέραν ἔμφασιν τὴν λειτουργικὴν ἀνεξαρτησίαν τῶν τακτικῶν Δικαστῶν, ἀποκλείουν τὴν πειθαρχικὴν δίωξιν τῶν δικαστῶν διὰ κρίσιν ἢ γνώμην ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν καθηκόντων των», καὶ  ἐξέφρασε «τὴν λύπην καὶ ἀνησυχίαν της διὰ τὴν ἐνέργειαν ταύτην, ἀποτελοῦσαν ἀνεπίτρεπτον προσβολὴν τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Δικαιοσύνης».

῾Ο τύπος σχεδὸν εἰς τὸ σύνολόν του ἀπεδοκίμασεν ἐπίσης ἐντόνως τὴν πειθαρχικὴν δίωξιν. Χαρακτηριστικῶς ἡ κυβερνητικὴ ἐφημερὶς «Καθημερινὴ» τῆς 4.12.1976 εἰς ἄρθρον της, ὑπὸ τὸν τίτλον «῾Ιεραρχία συνειδήσεων», κατέληγε : «᾽Απὸ τὴν δίωξη τῶν τριῶν ἐφετῶν δημιουργήθηκε, πράγματι, πρόβλημα· ἀλλὰ δὲν εἶναι πρόβλημα Σαρτζετάκη, ᾽Αλεξοπούλου ἢ Βάλλα. Εἶναι πρόβλημα Μπλέτσα».

 Σύσσωμος ἡ ἀντιπολίτευσις ἐξηγέρθη, θέσασα πολιτικὸν ζήτημα εἰς τὴν Βουλήν, ἐνῷ οὔτε ἡ Κυβέρνησις ἐκάλυψε τὸν ἀσχημονήσαντα Εἰσαγγελέα τοῦ ᾽Αρείου Πάγου.

Τελικῶς ἡ Κυβέρνησις, πρὸς κατασίγασιν τοῦ τεραστίου σάλου, ἠναγκάσθη νὰ φέρῃ εἰς τὴν Βουλὴν σχέδιον νόμου, ζητήσασα τὴν ψήφισίν του «διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἠρεμίας καὶ ἑνότητος, ποὺ εἶναι τόσον ἀπαραίτητος, διὰ νὰ ἠμπορῇ ἡ Δικαιοσύνη, νὰ ἐπιτελῇ χωρὶς περισπασμοὺς τὸ ἔργον της», καὶ ἀκόμη, διότι «ὁ περαιτέρω σάλος, ὁ ὁποῖος ἐδημιουργήθη, ἐκρίθη παρ᾽ ὅλων, ὅτι εἶναι ἀσύμφορος εἰς τὴν Δικαιοσύνην». Διὰ τοῦ σχεδίου αὐτοῦ, ψηφισθέντος μόνον ὑπὸ τῶν κυβερνητικῶν βουλευτῶν (τῆς «Νέας Δημοκρατίας»), ἀποτελέσαντος δὲ τὸν νόμον ὑπ᾽ ἀριθ. 500, ἔτους 1976, ὡρίσθη, ὅτι «πειθαρχικαὶ παραβάσεις, ἀποδοθεῖσαι εἰς δικαστικοὺς λειτουργοὺς οἱουδήποτε βαθμοῦ, ὡς τελεσθεῖσαι ἀπὸ 16 Σεπτεμβρίου 1975 μέχρι τῆς ἐνάρξεως τῆς ἰσχύος τοῦ παρόντος, δὲν διώκονται...Αἱ σχετικαὶ δικογραφίαι τίθενται εἰς τὸ ἀρχεῖον..., ἡ ἀποδοθεῖσα δὲ παράβασις δὲν δύναται νὰ ἀποτελέσῃ στοιχεῖον κρίσεως περὶ τῆς ὑπηρεσιακῆς καταστάσεως τοῦ δικαστικοῦ λειτουργοῦ». ῾Ο νόμος ἦτο εὐθέως ἀντισυνταγματικὸς καὶ ὀρθῶς ἡ ἀντιπολίτευσις ἠρνήθη τὴν ψήφισίν του, ἀφοῦ ἡ συνταγματικῶς κατοχυρουμένη δικαστικὴ αὐτοδιοίκησις περιλαμβάνει ἀναμφισβητήτως καὶ τὸ σκέλος τῆς πειθαρχικῆς τῶν Δικαστῶν καταστάσεως, μὴ ἐπιτρεπομένης οἱασδήποτε καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ ἐπεμβάσεως ἄλλης ἐξουσίας (ἐν προκειμένῳ τῆς νομοθετικῆς). ᾽Αλλὰ ἡ δοθεῖσα λύσις ἐκρίθη πολιτικῶς συμφέρουσα εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἴσχυσε. Μάλιστα ὁ νόμος αὐτὸς ἐψηφίσθη ὑπὸ τῆς Βουλῆς πρὶν κἂν κοινοποιηθῇ εἰς τοὺς διωκομένους τρεῖς ᾽Εφέτας τὸ πειθαρχικὸν κατηγορητήριον τοῦ Εἰσαγγελέως τοῦ ᾽Αρείου Πάγου ! Τὸ περιεχόμενον αὐτοῦ ἔγινε γνωστὸν εἰς αὐτούς, καὶ εἰς πάντας, δημοσιευθὲν εἰς τὸν τύπον, πολὺ ἀργότερον, τὸν ᾽Ιανουάριον τοῦ 1978.  

῞Ομως ἀνεξαρτήτως τοῦ συνταγματικῶς ἀνεπιτρέπτου νὰ διώκωνται Δικασταὶ διὰ δοθεῖσαν ὑπ᾽ αὐτῶν ψῆφον κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων των, διὰ νὰ καταδειχθῇ τὸ πόσον ἄστοχος καὶ ἀθεμελίωτος ἦτο καὶ κατ᾽ οὐσίαν ἡ διατυπωθεῖσα διὰ τοῦ πειθαρχικοῦ κατηγορητηρίου τοῦ Εἰσαγγελέως τοῦ ᾽Αρείου Πάγου μομφὴ κατὰ τῶν τριῶν ᾽Εφετῶν, ὅτι δῆθεν «τὸ (περὶ πολιτικοῦ ἐγκλήματος) συμπέρασμά των παρίσταται σαφῶς αὐθαίρετον καὶ ὑποβολιμαῖον» (ὁποία ὕβρις!), καταδεικνῦον δῆθεν «παράβασιν καθήκοντος καὶ ἄκραν ἐπιπολαιότητα», παρατίθενται κατωτέρω τὰ ὅσα σχετικῶς ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν εἰδικὸς ἐπὶ τοῦ προκειμένου, τακτικὸς καθηγητὴς τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου Νικόλαος ᾽Ανδρουλάκης ἐξέθεσεν κατὰ τὴν ἀνωτέρω συνεδρίασιν τῆς 8.12.1976 τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου ᾽Αθηνῶν, ὅπως αὐτὰ καταχωρίζωνται εἰς τὰ τηρηθέντα πρακτικὰ :

« Καθηγητὴς κ Ν.᾽Ανδρουλάκης : Εἰς τὴν συγκεκριμένην ὑπόθεσιν ἔχομεν μίαν δικαστικὴν ἀπόφασιν, ἡ ὁποία διακρίνεται διὰ τὴν ποιότητά της. Θὰ ἠδύνατο τὸ Δικαστήριον νὰ ἀπορρίψῃ τὴν αἴτησιν περὶ ἐκδόσεως τοῦ Πόλε διὰ μόνον τὸν λόγον, ὅτι αἱ πράξεις του δὲν περιελαμβάνοντο εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἐκδοσίμων πράξεων κατὰ τὴν ἑλληνογερμανικὴν σύμβασιν. ᾽Εν τούτοις δὲν ἠκολούθησε τὸν εὔκολον αὐτὸν δρόμον. ᾽Ακριβῶς λοιπὸν λόγῳ τοῦ περιεχομένου της ἡ ἀπόφασις ἀποτελεῖ τιμὴν διὰ τοὺς ἐκδόσαντας ταύτην δικαστάς ».

Γίνεται καὶ δι᾽ αὐτῶν ἀντιληπτὸν τὸ πόσον δυσχερὴς εἶναι καὶ πόσην ψυχικὴν δύναμιν καὶ ἀντοχὴν ἀπαιτεῖ ἡ ἄσκησις εὐσυνειδήτως τοῦ δικαστικοῦ λειτουργήματος, ὅταν ἀκόμη καὶ ἀποφάσεις τιμῶσαι τοὺς ἐκδίδοντας αὐτὰς Δικαστὰς δὲν ἀποκλείεται νὰ ἐπισύρουν καὶ πειθαρχικὰς διώξεις ! Καὶ ἡ ἐν προκειμένῳ τιμὴ ἀνῆκε καὶ εἰς τοὺς τρεῖς διωχθέντας διὰ τὴν ἀπόφασίν των ᾽Εφέτας, πρωτευόντως βεβαίως εἰς τὸν κύριον συντάκτην της Χρῆστον Σαρτζετάκην.

Ἀλλ' εἰς τὴν περίπτωσίν του ἀνέκυπτε κάτι τὸ ἰδιάζον. Προϋπῆρχον οἱ πρωτεύουσες ἐπιδόσεις του, ἡ λαμπρὰ καὶ ἀνεπίληπτος δικαστική του προϊστορία, κυρίως ἡ ἀνακριτική του δραστηριότης τὸ 1963-1964 εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς δολοφονίας τοῦ βουλευτοῦ τῆς ἀριστερᾶς Γρηγορίου Λαμπράκη. Δραστηριότης, τῆς ὁποίας  ἡ ἀνάμνησις ἦτο καὶ ζῶσα εἰς τὴν λαϊκὴν συνείδησιν, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἐνωχλοῦσε διὰ διαφόρους λόγους, καὶ ἐντὸς τοῦ Δικαστικοῦ Σώματος καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, πρόσωπα τῆς πολιτικῆς καὶ μή. Καὶ ἴσως, ἐὰν ὁ Χρῆστος Σαρτζετάκης δὲν συμμετεῖχε τοῦ ἀνωτέρω Συμβουλίου ᾽Εφετῶν, νὰ ἦτο ἄλλη, ἀντίθετος, ἡ ἀπόφασις, δηλαδὴ νὰ ἔκλινεν ὑπὲρ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Πόλε, ἴσως ἀκόμη, καὶ ἐὰν ἦτο παρομοία ἡ ἀπόφασις (ἀπορριπτική), νὰ μὴ ἐδιώκετο κανεὶς πειθαρχικῶς ... Τὸ τελευταῖον αὐτὸ ἀνάγεται βεβαίως εἰς τὸ πεδίον ἀναποδείκτων εἰκασιῶν. Τὶς ὁποῖες ὅμως ἀρκούντως τροφοδοτεῖ ἡ ἄβυσσος ἐμπαθειῶν, ποὺ ὁ Χρῆστος Σαρτζετάκης συνήντησεν είς τὴν ἀταλάντευτη πορείαν του τῆς εὐόρκου πάντοτε ἐπιτελέσεως τοῦ δικαστικοῦ του καθήκοντος,  καὶ εἰς τὸν κοινωνικὸν περίγυρον (ἰδίως τῆς πολιτικῆς καὶ δημοσιογραφικῆς ὀλιγοφρενείας), ἀλλὰ καὶ ἐντός, ἔστω εἰς πολὺ μικροτέραν κλίμακα, τοῦ Δικαστικοῦ Σώματος.-