Tὸ κεßμενον, τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ, ἐδημοσιεýθη

 τὴν  Κυριακὴν 21ην  Νοεμβρßου 2010

εἰς τὴν ἑβδομαδιαßαν ἐφημερßδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ».

 

 

   

 

ΧΡΗΣΤΟΥ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ

 

*******

 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ

ΕΠΙ  ΤΟΥ  ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  ΜΑΣ

 

1.-  Σοφὸν τὸ σαφÝς, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρüγονοß μας.  Τὴν σαφÞνεια καὶ καθαρüτητα, ἀκολουθῶν πÜντοτε στὰ γραφüμενÜ μου, ἐπεδßωξα καὶ στὰ δημοσιευθÝντα προσφÜτως κεßμενÜ μου ἐπὶ τοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς Ἑλληνικῆς μας Ἐκκλησßας : «Ἀνασκευὴ διανοητικῶν ἀστοχημÜτων» (‘’ΤΟ ΠΑΡΟΝ’’ 10 καὶ 17.10.2010) καὶ «Ἔλεγχος σαθροῦ ἀντιρρητικοῦ λüγου» (‘’ΤΟ ΠΑΡΟΝ’’, 7.1.2010).

Ὅμως ἡ πεῖρα διδÜσκει, ὅτι ἡ σαφÞνεια καὶ καθαρüτης δὲν ἀρκοῦν. Ἡ προγονικÞ μας σοφßα, ἀδιατßμητη καὶ ἀξεπÝραστη ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, συγχρüνως ὑπαγορεýει : «χαλεπὸν καὶ ἀναμαρτÞτως τι ποιÞ-σαντα μὴ ἀγνþμονι κριτῇ περιτυχεῖν» (ΣΩΚΡΑΤΗΣ). Δηλαδὴ στὴν σýγχρονÞ μας γλῶσσα :  « εἶναι πολὺ δýσκολο γιὰ κÜποιον, ποὺ κÜνει κÜτι χωρὶς σφÜλμα, νὰ μὴ συναντÞσῃ ἀπερßσκεπτο (ἄδικο) κριτÞ ». Ἕτσι καὶ ἐν προκειμÝνῳ, γιὰ κÜθε τυχὸν ἀπερßσκεπτο κριτὴ τῶν ἐπὶ τοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς Ἐκκλησßας μας γραφÝντων μου, εἴτε ἀπὸ ἀφÝλεια ὁμιλεῖ, εἴτε ἠθελημÝνως μετÝρχεται σοφιστεῖες ἀμηχανßας, εἶναι ἀναγκαῖες οἱ ἀκüλουθες συμπληρωματικὲς ἐπισημÜνσεις μου.-

 

2.-  ΚατÝδειξα ἤδη καταλυτικῶς μὲ συγκεκριμÝνη τεκμηρßωσι, πρῶτον, ὅτι ἡ ἀνακÞρυξις τοῦ αὐτοκεφÜλου ἦτο ὄχι μüνον  σýμφωνος, ἀλλὰ καὶ ὑπηγορεýετο ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανüνες· καß, δεýτερον, ὅτι δὲν ἐπεβλÞθη πραξικοπηματικῶς ἀπὸ ξÝνους (τοὺς Βαυαροýς), ἀφοῦ ἀποτελοῦσε αἴτημα φωτισμÝνων πνευματικῶν τοῦ ἔθνους ταγῶν καὶ ἀπεφασßσθη ὁμοφþνως ἀπὸ τὴν εὐρýτερη δυνατὴ Ἱεραρχßα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας.  ΠρÝπει τþρα νὰ προσθÝσω, ὅτι τὰ ἀναμφισβÞ-τητα αὐτὰ γεγονüτα σὲ τßποτε δὲν ἀναιροῦνται ἀπὸ τÞν, προσφÜτως ἐπικληθεῖσα, δÞλωσιν τὸ 1850 τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν ἈνδρÝου Λüντου, ὅτι τὸ αὐτοκÝφαλον εἶχε ζητηθῆ ἀπὸ τὶς ΜεγÜλες ΔυνÜμεις (Βρεταννßα καὶ Γαλλßα). Kαὶ δὲν ἀναιροῦνται κατὰ τὴν κοινὴ λογικÞ, ἀκριβῶς ὅπως, γιὰ παρÜδειγμα, δὲν ἠμποροῦμε νὰ εἰποῦμε, ὅτι ἡ συμπαρÜταξις τῆς ἙλλÜδος μὲ τοὺς συμμÜχους κατὰ τὸν β´παγκüσμιο πüλεμο ὀφεßλεται στὴν ὄντως προηγηθεῖσα σχετικὴ ἐπßμονη ἐπιδßωξι αὐτῶν (παρüμοια τῆς ὁποßας  ἄλλωστε εἶχε καταβληθῆ καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῶν Γερμανῶν γιὰ δικü τους λογαριασμü), ἀφοῦ πασιδÞλως ἡ συμπαρÜταξις ἐκεßνη ἀπεφασßσθη ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἙλλÜδα, τοὺς τüτε ἩγÝτες της μὲ σωστὴ στÜθμησι τῶν ἐθνικῶν μας συμφερüντων. 

 

3.-  ΚατÝδειξα ἐπßσης, ὅτι τὸ αὐτοκÝφαλον μüνον ὠφÝλησε τὴν ἙλληνικÞ μας Ἐκκλησßα, ἡ ὁποßα εὑρßσκετο σὲ κατÜστασι διοικητικῆς ἀποσυνθÝσεως, μὲ τὴν ἐπιχειρηθεῖσα ἀναδιοργÜνωσß της. Καὶ βεβαßως, χωρὶς νὰ ὑποστῇ καμμßαν  ἀπολýτως ἀπὸ τὸ αὐτοκÝφαλον βλÜβη. Τþρα ὅμως διετυπþθη ἡ ἄποψις, ὅτι τὸ αὐτοκÝφαλον ἐπροξÝνησε «πληγὲς» στὴν ἙλληνικÞ μας Ἐκκλησßα, καὶ μÜλιστα πληγÝς, «ποὺ δὲν ἔκλεισαν ἀκüμη», καὶ συγκεκριμÝνως τὶς ἀκüλουθες :  τὴν σýγκρουσι Πολιτεßας καὶ Ἐκκλησßας τὸ 1987 γιὰ τὴν περιουσßα τῆς τελευταßας, τὴν τüτε « κßνησι πολλῶν διὰ τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῆς Ἐκκλησßας μας στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο», ὡς καὶ τὴν σýγκρουσι μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκüπου Χριστοδοýλου.

 Ἐπὶ τοῦ νÝου αὐτοῦ ἀντιλüγου εἶναι ἀναγκαῖον νὰ παρατηρÞσω :  Κατὰ ποßαν λογικὴν τÜ, μεταγενÝστερα αὐτὰ κατὰ 154 καὶ πλÝον χρüνια, γεγονüτα συνδÝονται μὲ τὴν διακÞρυξιν τοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς Ἐκκλησßας τὸ 1833 ;  Καß, ἐπὶ τÝλους,  ποßα συγκεκριμÝνως εἶναι ἡ ἐξ αὐτοῦ βλÜβη τῆς Ἐκκλησßας μας ;  ΔεδομÝνου, ὅτι, κατὰ τὴν σειρὰν τῶν ἀνωτÝρω, ἡ Πολιτεßα, ἀποκλειστικὴ κυρßαρχος τῶν εἰς τὴν ἐπικρÜτεια συντελουμÝνων, δεσμεýεται καὶ στὰ περιουσιακὰ μüνον ἀπὸ τὴν κειμÝνη νομοθεσßα, ὥστε οἱαδÞποτε περὶ αὐτῶν διÝνεξις μὲ τὴν Ἐκκλησßα, ὅπως καὶ μὲ κÜθε ἄλλον ὑπÞκοον, ἔχει πÜντοτε ὡς ἀσφαλῆ διÝξοδο τὴν τελεσßδικη κρἰσι τῆς ἀνεξαρτÞτου Δικαστικῆς Ἐξουσßας· ὥστε, ἐξ ὁρισμοῦ, δὲν βλÜπτεται ἀπὸ τÝτοια διÝνεξιν ἡ Ἐκκλησßα. Ἐπßσης, ἡ διοικητικὴ ὑπαγωγὴ κÜθε Ὀρθοδüξου Ἐκκλησßας κρßνεται ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανüνες, κατὰ τοὺς ὁποßους, ὅπως μὲ συγκεκριμÝνες παραπομπὲς κατÝδειξα, τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβÜλ-λονται μὲ τὶς πολιτικὲς διοικÞσεις, ὥστε ἡ αὐτοκεφαλßα καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας καὶ ἐπεβÜλλετο μὲ τὴν δημιουργßα ἀνεξαρτÞτου Ἑλληνικοῦ κρÜτους καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλυθῇ, ὅσοι καὶ νὰ τὸ ζητοῦν αὐτü·  ἄρα οὔτε τÝτοιο αἴτημα βλÜπτει στὸ παραμικρὸ τὴν Ἐκκλησßα μας.  ΤÝλος, ἡ διÝνεξις Χριστοδοýλου – Πατριαρχεßου ἔβλαψεν ὄχι τὴν ἙλληνικÞ μας Ἐκκλησßα, ἀλλὰ τὸ Πατριαρχεῖο, μὲ τὴν προβληθεῖσα ἠθικῶς ἀπαρÜδεκτη ἀλαζονικὴ διεκδßκησι μὴ ἀνηκοýσης σὲ αὐτὸ διοικητικῆς πρωταρχßας καὶ στὰ πρÜγματα τῆς Ἐκκλησßας μας, ὡς νὰ διατελοýσαμε ἀκüμη ὑπὸ Ὀθωμανικὴ κυριαρχßα !

 

4.-   ΠεραιτÝρω,  καταλυτικῶς κατÝδειξα μὲ πληθþραν ἀναφορῶν, ὅτι τὸ αὐτοκÝφαλον τῆς Ἐκκλησßας μας οὐσιωδῶς ὠφÝλησε καὶ τὸν Ἑλληνισμüν, ἀφοῦ διηυκüλυνε τὴν περαιτÝρω ἀπελευθερωτικὴν ἐξüρμησß του. Ἐνῷ παραλλÞλως διÝσωσε καὶ τὸ κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεßου, τὸ ὁποῖον, ὑπὸ ὀθωμανικὴν δουλεßαν διατελοῦν, ἐξηναγ-κÜζετο σὲ ἀφορισμοὺς κÜθε ἐπαναστατικῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ κινÞσεως καὶ τῶν πρωτεργατῶν της. Σχετικῶς ἐμνημüνευσα καὶ τὸν ἀπßστευτον ὕψιστον ἐθνικὸ ξεπεσμὸ τοῦ Πατριαρχεßου καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθÝρωσι καὶ τὴν δημιουργßα Ἑλληνικοῦ κρÜτους, νὰ ζητÞσῃ μὲ ἀντιπροσωπεßα του ἀπὸ τὸν ΚυβερνÞτην ἸωÜννην Καποδßστριαν  τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῆς ἙλλÜδος στὴν «θεüθεν δεδομÝνην» δουλεßαν τοῦ ΣουλτÜνου μὲ τὸ αἴτημα νὰ τýχῃ τῆς συγγνþμης του !  Τþρα διετυπþθη ἡ ἄποψις, ὅτι τὸ αὐτο-κÝφαλον τοῦ 1833 ἦτο πραξικοπηματικü, κατὰ λÝξιν, «διüτι ἐστρÝφετο κατὰ τοῦ ἕως τüτε ἐθναρχικοῦ μας κÝντρου».   

ἈνÜγκη λοιπὸν νὰ προσθÝσω :  ΤÝτοια ἐκδοχὴ εἶναι πολλαπλῶς ἡμαρτημÝνη, μαρτυροῦσα διανοητικὴ σýγχυσι. Διüτι λησμο-νεῖ, ὅτι τüτε ἡ Ἑλλὰς εἶχεν ἤδη ἀπελευθερωθῆ καὶ συγκροτηθῆ εἰς κρÜτος (ἔστω περιωρισμÝνης ἐκτÜσεως), τὸ ὁποῖον ἀκριβῶς λüγῳ τῆς ἀνεξαρ-τησßας του δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἔχῃ δεýτερον γιὰ τοὺς κατοßκους του «ἐθνικὸν κÝντρον», καὶ μÜλιστα ἐκτὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατεßας κεßμε-νον ! Ἄλλωστε, γιὰ ποιὸ ἐθναρχικὸ κÝντρο ὁ λüγος, ἀφοῦ τὴν ἰδιüτητα αὐτὴν εἶχεν ἤδη ἀπολÝσει τὸ Πατριαρχεῖον μὲ τὰ εὐθÝως ἀνθελληνικὰ ἐνεργÞματÜ του ; 

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἀποδιδüμενον εἰς τὸ Πατριαρχεῖον ἐθναρχικὸν ἐπὶ τουρκοκρατßας ρüλο, θὰ πρÝπει, νὰ μὴ παραβλÝπουμε τὴν ἀλÞθεια, ὅτι αὐτὸς δὲν κατεκτÞθη, ἀλλὰ ἀπενεμÞθη ἀπὸ τὸν ὀθωμανὸ δυνÜστη γιὰ ἰδικοýς του πολιτικοὺς λüγους.  ΣυγκεκριμÝνως, ἀφ’ἑνüς, γιὰ νὰ ἔχῃ μεταξὺ τῶν ὑποδοýλων ἀντιπροσωπευτικοὺς ὑπολüγους ἔναντß του, καß, ἀφ’ἑτÝρου, μὲ τὴν συσπεßρωσι τῶν Ὀρθοδüξων  ὑπὸ τὴν αὐθεντßα τοῦ ΠατριÜρχου νὰ διασφαλßζῃ τὴν συλλογικὴν ἀντιπαλüτητα ἔναντι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησßας -  ἀντιπαλüτητα, ἀναπτυχθεῖσαν ἐξ αἰτßας τοῦ κακοποιοῦ ρüλου αὐτῆς εἰς βÜρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὶς Σταυροφορßες της καὶ ἰδßως μὲ τὴν κατÜκτησι τῆς Κωνσταντινουπüλεως καὶ τὴν τρομα-κτικὴ λεηλασßα της τὸ 1204, ρüλος, ὁ ὁποῖος καὶ παρÝμενεν ὁλοζþντανος στὴν λαúκὴ συνεßδησι -,  ὥστε καὶ τὰ κρÜτη τῆς Δýσεως, κυριαρχοýμενα ἀπὸ τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησßαν, νὰ μὴ ἐπιδιþκουν τὴν συνεργασßα μὲ τοὺς ὑποδοýλους Ὀρθοδüξους καὶ τὴν ἀπελευθÝρωσι αὐτῶν ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγü.  Ἄλλο βεβαßως τὸ ζÞτημα, ὅτι μὲ τὸν ἀπονεμηθÝντα ἀπὸ τὸν ὀθωμανὸ δυνÜστη στὸ Πατριαρχεῖο «ἐθναρχικὸ» ρüλο πρÜγματι ὠφελÞθη καὶ ὁ Ἑλληνισμüς, μὲ τὴν ἀπüκτησι κοινοῦ σημεßου ἀναφορᾶς, ἀλλὰ καὶ τὴν διατÞρησι τῆς ἑλληνικῆς γλþσσης μÝσῳ τῆς ἐκκλησια-στικῆς πρακτικῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λογιωσýνης. Ὅμως ἐπὶ τοῦ τελευταßου αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον συνειθßζεται ὑπερβαλλüντως νὰ προβÜλ-λεται, ¨ἡ ἀλÞθεια εἶναι, ὅτι ἡ διατÞρησις τῆς ἑλληνικῆς γλþσσης ὀφεßλεται πρωτßστως στὴν ἐπιχþριο γλωσσικὴ πρακτικÞ, τὴν ὁποßα  παντοῦ καὶ πÜντοτε καμμßα ξÝνη κατÜκτησις δὲν ἠμπορεῖ νὰ  ἐξαλεßψῃ, καὶ ὄχι βεβαßως στὴν συνÝχισι τῆς χρÞσεþς της στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῶν ὑποδοýλων· ἐνῷ ἐξ ἄλλου τὸ μεγαλýτερο μερßδιο τῆς ὁποιασδÞποτε γιὰ τὸ τελευταῖο αὐτὸ ὀφειλῆς ἀνÞκει ὄχι φυσικὰ στοὺς ὀλιγαρßθμους ἐκκλη-σιαστικοὺς ἡγÝτες τοῦ ὑποδοýλου ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ κυρßως στὸν ἀνþνυμο παπᾶ καὶ τὸν ἀφανῆ καλüγερο μὲ τὴν καθημερινÞ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιτÝλεσι τῶν θρησκευτικῶν καθηκüντων, μὲ τὸν λαὸν ἐπικοινωνßα τους. Χωρὶς βεβαßως νὰ ξεχνᾶμε ἐπὶ τοῦ προκειμÝνου καὶ τὸ ἀδιατßμητο ἔργο στρατιᾶς ἐνθÝρμων λαúκῶν ἑλληνοδιδασκÜλων σὲ πÜμπολλα σχολεῖα τοῦ ὑποδοýλου Ἑλληνισμοῦ (βλÝπε σχετικῶς τεκμηριωμÝνη καταγραφὴ αὐτῶν στὸ ἀξιολογþτατο δßτομον ἔργον τοῦ ἀειμνÞστου Τρýφωνος Εὐαγγελßδου, «Ἡ Παιδεßα ἐπὶ Τουρκοκρατßας», Ἀθῆναι, 1936).  

 

5.-  Γßνεται τþρα, ἀπὸ ἀντιλÝγοντα στὶς περὶ τοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς Ἐκκλησßας μας ἀπüψεις μου, ἐπßκλησις τοῦ γεγονüτος, ὅτι ἤδη τὸ 1987 διετυπþθη ἀπὸ αὐτὸν σὲ ἐφημερßδα ἡ ἄποψις, ὅτι «ἀποτελεῖ τþρα ἐθνικὸ ὀλßσθημα ἡ προσπÜθεια γιὰ ἄρσι τοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς Ἐκκλησßας τῆς ἙλλÜδος», καὶ ἀκολοýθως τὸ 1989 ἀπὸ τὸν ἴδιο σὲ βιβλßο του, ὅτι «τὸ πρüβλημα τοῦ ἑλλαδικοῦ αὐτοκεφÜλου δὲν ἔκλεισε ἀκüμη ὁριστικÜ», μὲ ἐμμονὴ στὴν ἀντιδιαστολÞ μεταξὺ ἀντικανονικῆς διακηρýξεþς του, ποὺ συνετελÝσθη (δῆθεν) «πραξικοπηματικῶς» τὸ 1830, καὶ κανονικῆς μὲ τὴν ἐπικýρωσß του διὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τüμου τοῦ 1850. 

Ἐπ’ αὐτῶν ὀφεßλεται ἡ ἀκüλουθος ἀπÜντησις :  Ὅπως ἤδη στὸ ἄρθρο μου «Ἀνασκευὴ διανοητικῶν ἀστοχημÜτων» (¨ΤΟ ΠΑΡΟΝ¨¨, 10 καὶ 17.10.2010) ἐσημεßωσα, τὸ αὐτοκÝφαλον διεκηρýχθη διὰ πρÜξεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτεßας, συγκεκριμÝνως διὰ τοῦ βασιλικοῦ διατÜγματος τῆς 23ης Ἰουλßου 1833 καὶ ἀκολοýθως διὰ τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΣυντÜγματος τοῦ 1844. Καὶ βεβαßως δὲν εἶναι ἀπüρροια τῆς ἀναγνωρßσεþς του διὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τüμου τῆς 29ης Ἰουνßου 1850, ἀφοῦ ἡ ἀναγνþρισις αὐτὴ νομικῶς δὲν ἦτο καθüλου ἀπαραßτητη. 

Ἡ διÜκρισις κανονικῆς καὶ ἀντικανονικῆς διακηρýξεως τοῦ αὐτοκεφÜλου μüνον ὑπὸ τὸ κρÜτος συστÞματος θεοκρατικοῦ ἢ  συναλληλßας στὶς σχÝσεις Πολιτεßας καὶ Ἐκκλησßας θὰ ἦτο νοητÞ. Ἀλλὰ ἡ θÝσις τῆς συναλληλßας εἶναι καὶ ἀνιστüρητος καὶ στερεῖται ἐρεßσματος. Ἀνιστüρητος, διüτι σχÝσις συναλληλßας ΚρÜτους καὶ Ἐκκλησßας οὐδÝποτε ἴσχυσε, οὔτε κατὰ τὴν ἐνδοξωτÝραν διὰ τὴν Ἐκκλησßαν Βυζαντινὴν περßοδον, γνωστοῦ ὄντος, ὅτι κατ’ αὐτὴν οἱ ΠατριÜρχαι ἀνÞρχοντο εἰς τὸν θρüνον καὶ καθῃροῦντο ἐξ αὐτοῦ, ἢ καὶ ἐφυλακßζοντο, κατὰ τὴν αὐθαßρετον θÝλησιν τοῦ ΑὐτοκρÜτορος, οὔτε βεβαßως ἴσχυσε εἰς οἱανδÞποτε μεταγενεστÝραν τῆς Ἱστορßας μας περßοδον. Στερεῖται δὲ ἡ περὶ συναλληλßας θÝσις ἐρεßσματος καὶ διὰ τὸν ἐνεστῶτα χρüνον, ἀφοῦ τὸ ἰσχῦον ΣýνταγμÜ μας, ὅπως ἄλλωστε  μὲ παρüμοιες διατυπþσεις καὶ τὰ προηγοýμενα, καθιεροῖ διὰ τὶς σχÝσεις ΚρÜτους καὶ Ἐκκλησßας τὸ σýστημα τῆς νüμῳ κρατοýσης Πολιτεßας, δηλαδὴ  τῆς ὑπεροχῆς τῆς τελευταßας αὐτῆς   [ ΒλÝπε ἐπ’αὐτῶν ἐκτενῶς ἈλεξÜνδρου ΣΒΩΛΟΥ – Γεωργßου ΒΛΑΧΟΥ, Τὸ Σýνταγμα τῆς ἙλλÜδος, τüμος Α´, 1954, σελ. 30 ἑπ.,- ΧρÞστου ΣΓΟΥΡΙΤΣΑ, Συνταγματικὸν Δßκαιον, τüμος Β´, τεῦχος α´, 1964, § 60  ἀριθ. 2, σελ. 133,- Κωνσταντßνου ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ,  Ἐπßτομο Συνταγματικὸ Δßκαιο, 12η ἔκδοση, 2001,  ἀριθ. 363, στοιχ. Δ´, σελ. 569 ].Ὑπεροχῆς, ἡ ὁποßα ἐκφρÜζεται καὶ διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ ΚρÜτους ἀσκουμÝνης πολλαπλῶς, διὰ νüμων δὲ ἐπιβαλλομÝνης, ἐποπτεßας ἐπὶ τῆς Ἐκκλησßας, ἀλλὰ καὶ «ἐπιτηρÞσεως» ἐπὶ τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν (καὶ μÜλιστα πÜσης γνωστῆς θρησκεßας) [ ΒλÝπε ἐπ’αὐτῶν ἐκτενῶς ἈλεξÜνδρου ΣΒΩΛΟΥ – Γεωργßου ΒΛΑΧΟΥ, μνημονευθὲν ἔργον σελ. 53 ἑπ.].   ἙπομÝνως, γιὰ μιὰ Πολιτεßα, ἡ ὁποßα σÝβεται τὴν ἐθνικÞ της κυριαρχßα, στεροῦνται κÜθε σημασßας ὁποιεσδÞποτε ἐπὶ τοῦ προκειμÝνου ἀντιδιαστολὲς οἱουδÞποτε μεταξὺ ἀντικανονικοῦ καὶ κανονικοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς Ἐκκλησßας μας. Ἀλλὰ ἔστω καὶ ὑπὸ τὸ πρῖσμα αὐτῶν, ἀφοῦ τὸ αὐτοκÝφαλο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας διεκηρýχθη «κανονικῶς» τὸ 1850, κατὰ ποßαν λογικὴν «τὸ πρüβλημÜ του δὲν ἔκλεισε ἀκüμη ὁριστικÜ» ; Τὶ ἀπÝμεινεν ἀκüμη γιὰ νὰ «κλεßσῃ» ;  Ἡ ἐπὶ τοῦ προκειμÝνου διανοητικὴ σýγχυσις εἶναι κατÜδηλη.

 

6.-   Καὶ εἰς ἐπßμετρον :  Στὰ δημοσιευθÝντα, ὡς ἀνωτÝρω, ἄρθρα μου, ὅπως ρητῶς γρÜφω, μüνον συμπερασματικῶς εἶχον συναγÜγει λογικῶς ἀπὸ τὰ ἱστορικῶς παντελῶς ἀβÜσιμα περὶ τοῦ αὐτοκεφÜλου λεγüμενα τοῦ π. Γεωργßου Δ. Μεταλληνοῦ, γιὰ δῆθεν, πραξικοπηματικὴ ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς καθιÝρωσß του, ποý, δῆθεν, μüνον ἔβλαψε τὴν Ἐκκλησßα μας καὶ τὸν Ἑλληνισμüν, ὅτι αὐτὸς τÜσσεται οýσιαστικῶς ὑπὲρ τῆς ἄρσεως τοῦ αὐτοκεφÜλου καὶ τῆς διοικητικῆς ἐπανυπαγωγῆς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Ποτὲ δὲν ἰσχυρßσθην, ὅτι διεκÞρυξε τοῦτο ρητῶς.  Αὐτὸς ὅμως τὸ τελευταῖον αὐτὸ  μοῦ ἀποδßδει μὲ τὶς δημοσιευθεῖσες ἐπιστολÝς του «Μὲ πüνο ψυχῆς ...» (‘’ΤΟ ΠΑΡΟΝ’’ 24.10.2010, σελ. 27) καὶ «ἈνÝρειστος ἰσχυρισμüς ...» (‘’ΤΟ ΠΑΡΟΝ’’ 14.11.2010, σελ. 33)  !  Καὶ μὲ ἀφετηρßα τὴν διαστροφὴ αὐτὴ τῶν λεγομÝνων μου, μὲ κατηγορεῖ ὡς «συκοφÜντη» καὶ ζητεῖ, νὰ τοῦ ζητÞσω συγγνþμη !   

Βεβαßως ὀφεßλεται αἴτημα συγγνþμης, ἀλλὰ μüνον ἀπὸ αὐτὸν πρὸς ἐμὲ γιὰ τὴν καθýβρισß μου ὡς συκοφÜντου μὲ κατÜδηλη παραποßησι γραφομÝνων μου. Δὲν τὸ ζητῶ ὅμως!  Διüτι, ὅπως ἤδη ἔγραψα, δὲν τὸν συνερßζομαι. Ἀλλὰ καὶ πρὸ παντüς, διüτι ἡ διανοητικὴ καὶ ἠθικὴ συγκρüτησις οἱουδÞποτε τρßτου, ὅταν προσωπικῶς βλÜπτωμαι, σταθερῶς καὶ πÜντοτε μοῦ εἶναι παντελῶς ἀδιÜφορη ...  

 

ΝÝα ΠεντÝλη, 18η Νοεμβρßου 2010.