·
Λόγος
διὰ τὰ 150 χρόνια
τοῦ ᾽Αρείου
Πάγου
|
Ἀθῆναι
14.2.1986.
Aἴθουσα τελετῶν
Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ
Πανεπιστημίου, .
Λόγος κατὰ τὸν ἑορτασμὸν
τῶν
150 χρόνων τοῦ Ἀρείου
Πάγου.
|
|
Τὶς
ἀπόψεις του
γιὰ τὴν Δικαιοσύνη
καὶ τὴν ἀνεξαρτησία
της, τὸν ρόλο
καὶ τὴν ἀποστολή
της, ὁ Χρῆστος
Α. Σαρτζετάκης
ἐμπράκτως
ἐφανέρωσε
μὲ τὰ ἔργα του
καθ᾽ ὅλο τὸ
διάστημα τῆς
θητείας του
σὲ ὅλη τὴν κλίμακα
τῆς δικαστικῆς
ἱεραρχίας.
᾽Αλλὰ καὶ ὡς
Πρόεδρος τῆς
Δημοκρατίας
βρῆκε τὴν εὐκαιρία
νὰ κάνῃ κρίσιμες
ἐπὶ τοῦ θέματος
ἐπισημάνσεις
εἰς τὸν χαιρετισμό
του κατὰ τὸν
ἐπίσημον πανηγυρικὸν
ἑορτασμὸν
τῶν 150 χρόνων
λειτουργίας
τοῦ ᾽Αρείου
Πάγου, ποὺ ἔγινε
εἰς τὴν Μεγάλην
Αἴθουσαν Τελετῶν
τοῦ Πανεπιστημίου
᾽Αθηνῶν τὴν
14ην Φεβρουαρίου
1986.
Τὸ
μηνιαῖον νομικὸν
περιοδικὸν
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ»,
ἐκδιδόμενον
ἀπὸ τὴν ῞Ενωσιν
῾Ελλήνων Δικαστῶν
καὶ Εἰσαγγελέων,
κατεχώρισεν
εἰς τὸν τόμον
του 27, ἔτους 1986,
σελ. 1 ἑπ., τὸν
χαιρετισμὸν
αὐτόν, μὲ τὸ
ἀκόλουθο εἰσαγωγικὸ
σημείωμα :
|
Ὑποδοχὴ
ἀπὸ τὸν
Πρύτανι τοῦ Πανεπιστημίου
Καθηγητὴν Μιχαὴλ Σταθόπουλον.
|
|
«Τὸ κείμενο,
ποὺ ἀκολουθεῖ,
θὰ μπορούσαμε
νὰ ᾽ποῦμε, ὅτι,
κατὰ εὐτυχῆ
συγκυρία, ἀποτελεῖ
σύνοψι καὶ
λαμπρὸ ἐπιστέγασμα
τῆς δημόσιας
συζητήσεως
γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία
τῆς Δικαιοσύνης,
ποὺ λίγες μέρες
νωρίτερα εἶχε
διεξαχθῆ στὴν
αἴθουσα τοῦ
Δικηγορικοῦ
Συλλόγου ᾽Αθηνῶν,
ὠργανωμένη
ἀπὸ τὴν ῾Εταιρεία
Δικαστικῶν
Μελετῶν. Τὸ
δημοσιεύουμε
μὲ χαρὰ καὶ
μὲ ἱκανοποίησι,
ἀνάμεικτες
μὲ αἴσθημα
ὑπερηφάνειας.
Μὲ χαρά, γιατὶ
τὸ ἔξοχο κείμενο
προέρχεται
ἀπὸ τὸν προκαθήμενο
τῆς Πολιτείας,
σάρκα ἐκ τῆς
σαρκὸς καὶ
ὀστοῦν ἐκ τῶν
ὀστέων τοῦ
Δικαστικοῦ
μας Σώματος.
Μὲ ἱκανοποίησι,
γιατὶ τὸ περιεχόμενό
του, καρπὸς
μανικοῦ ἔρωτα
γιὰ τὴν Δικαιοσύνη,
ἀγάπης γιὰ
τοὺς λειτουργούς
της, βαθειᾶς
γνώσεως τῶν
προβλημάτων
της, ὑψηλόφρονης
ἀντιλήψεως
γιὰ τὴν ἀποστολή
της καὶ μιᾶς
πασίγνωστης
θητείας στὰ
ἅγια τῶν ἁγίων
της, ἐντοπίζει,
μὲ καίριους
λόγους, τὴν
οὐσία τῆς δικαστικῆς
ἀνεξαρτησίας
στὸν ἔσχατο
πυρῆνα της.
Εἶναι, λοιπόν,
πρὶν ἀπ᾽ ὅλα,
λόγος διδακτικὸς
γιὰ ὅλους μας
καὶ ἰδιαίτερα
γιὰ τοὺς νέους
συναδέλφους
μας, δικαστὲς
καὶ εἰσαγγελεῖς.
᾽Επισημαίνει,
πράγματι, τοῦτο
τὸ σπουδαῖο
: ὅτι ἡ δικαστικὴ
ἀνεξαρτησία
εἶναι πρώτιστα
ὑπόθεσι φρονήματος·
ἐκπορεύεται
ἀπὸ τὴν ψυχὴ
τοῦ κάθε δικαστῆ
καὶ συνυφαίνεται,
σὲ τελευταία
ἀνάλυσι, μὲ
τὴν προσωπική
του ἀξιοπρέπεια.
« Τοὺς Λαιστρηγόνες
καὶ τοὺς Κύκλωπες,
τὸν ἄγριο Ποσειδῶνα
δὲν θὰ συναντήσῃς,
ἂν δὲν τοὺς
κουβανῇς μέσ᾽
τὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου
δὲν τοὺς σταίνῃ
ἐμπρός σου
» . Αὐτὸ εἶναι
τὸ οὐσιῶδες
μήνυμα τοῦ
λόγου, πού, ὅταν
προέρχεται
ἀπὸ ἄνθρωπο,
ὁ ὁποῖος τὸ
μετουσίωσε
σὲ βίωμα καὶ
πρᾶξι μιᾶς
ζωῆς, ἀξίζει
νὰ τὸ ἑνωτισθοῦμε
εὐλαβικὰ καὶ
νὰ τὸ ἐγκαταστήσουμε
στὸ τρίσβαθο
τῆς συνειδήσεώς
μας. ᾽Αλλὰ καὶ
κάποιο ἄλλο,
ἴσως σπουδαιότερο,
μήνυμα ἐκπέμπεται
ἀπὸ τὶς σελίδες,
ποὺ ἀκολουθοῦν
: Τὸ μήνυμα -
καὶ τὸ παράδειγμα
- τῆς παρρησίας ὡς
ἐκφράσεως
τοῦ ἠθικοῦ
θάρρους. Αὐτοῦ,
ποὺ ἔχει ὡς
ἀναπόφευκτο
τίμημα τὴν
παρενόχλησι
καὶ συνακόλουθα
τὴν ἐξέγερσι
τῶν φαύλων,
τῶν μικρόψυχων
καὶ τῶν ἀσήμαντων.
Ποὺ συνασπίζονται
καὶ ἀσχημονοῦν·
ποὺ φοβοῦνται
καὶ ἀντεπιτίθενται.
Αὐτὸ τὸ θάρρος
τὸ ἠθικό, τὸ
δύσκολο καὶ
πολύτιμο, εἶναι
γιὰ τὸν λειτουργὸ
τῆς Δικαιοσύνης
ἡ ἀρετὴ sine
qua
non.
Μὲ αὐτὴν ὡπλισμένος
καλεῖται κάποιες
φορὲς νὰ πατήσῃ
«ἐπάνω ὄφεων
καὶ σκορπίων».
῾Ο Πρόεδρος
τῆς Δημοκρατίας,
ὑπενθυμίζοντας
ἀκόμη μιὰ φορὰ
τὸ εὐαγγελικὸ
«οὐαὶ ὅταν καλῶς
ὑμᾶς εἴπωσι
πάντες οἱ ἄνθρωποι»
(Λουκ. στ' 26), αὐτὴ
τὴν ἀρετὴ πρώτιστα
θεραπεύει
καὶ δακτυλοδεικτεῖ
μὲ ὅσα μᾶς λέει
παρακάτω. »
Ἐδημοσιεύθη καὶ
εἰς τὸν 28ον τόμον «’Eπίσημοι
Λόγοι (περιόδου ἀπὸ 1.6.1983 ἕως 25.2.1986)»
τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 1988,
σελ. 457 ἕως 462.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΥ
Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ
ΚΑΤΑ
ΤΟΝ
ΕΟΡΤΑΣΜΟ
ΓΙΑ
ΤΗΝ
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΙ
150
ΧΡΟΝΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
(Αἴθουσα
Τελετῶν Πανεπιστημίου
᾽Αθηνῶν, 14η Φεβρουαρίου
1986)
*******
Κύριε Πρόεδρε τοῦ ᾽Αρείου Πάγου,
᾽Αποτελεῖ ἰδιαίτερη γιὰ μένα τιμὴ καὶ χαρὰ τὸ γεγονός, ὅτι κατὰ εὐτυχῆ συγκυρία προσέρχομαι ὡς Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας στὸν σημερινὸ πανηγυρικὸν ἑορτασμὸ γιὰ τὴν συμπλήρωσι τῶν 150 χρόνων λειτουργίας τοῦ ᾽Αρείου Πάγου, τοῦ ᾽Ανωτάτου αὐτοῦ Τακτικοῦ Δικαστηρίου τῆς χώρας μας, τοὺ ὁποίου ἔχω τὴν ὑπερηφάνεια, ὅτι διετέλεσα καὶ ἐγὼ μέλος.
Κυρίες
καὶ Κύριοι,
150
χρόνια λειτουργίας
ἀπὸ μόνα τους
διαδηλώνουν
τὴν ἐπιτυχία
τοῦ θεσμοῦ.
Καὶ δὲν μποροῦσε
νὰ εἶναι ἀλλιῶς.
Γιατὶ τὸ ξεσηκωμένο
γένος τῶν ῾Ελλήνων
μετὰ τὴν ἀνάκτησι
τῆς ἐλευθερίας
του, ἔστω καὶ
σὲ ἕνα πολὺ
μικρὸ μόνο
κομμάτι τῆς
῾Ελληνίδας
γῆς, ἐκφράζοντας
εὔγλωττα τὴν
κοινότητα
τῆς ψυχῆς καὶ
τοῦ πνεύματός
του μὲ τὸ τρισένδοξο
παρελθόν, ἐπεδίωξε
ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα
του βήματα,
νὰ ὀργανώσῃ
τὸν βίο του,
δηλαδὴ τοὺς
θεσμοὺς τῆς
νέας ῾Ελληνικῆς
Πολιτείας,
κατὰ τὸ ἠθικὸ
πρότυπο τῶν
παλαιῶν. ῎Ετσι
καὶ ὁ ῞Αρειος
Πάγος, ποὺ
ἐλειτούργησε
κατὰ τὴν ἀρχαιότητα
ὡς ὑπερτάτη,
καὶ μάλιστα
ὄχι ἀποκλειστικὰ
δικαστική,
᾽Αρχή, ἐκεῖ
στοὺς πρόποδες
τῆς ᾽Ακροπόλεως,
μὲ ἀπόλυτο
σεβασμὸ τῆς
ἀρχῆς τῆς ἰσηγορίας
καὶ ἐπίμονη
ἐπιδίωξι τῆς
εὐθυκρισίας,
ὥστε νὰ ἀποκτήσῃ
τὴν μεγίστη
φήμη σοφίας
καὶ ἀμεροληψίας,
ἔδωσε τὸ ὄνομά
του στὸ ᾽Ανώτατο
Δικαστήριο
τῆς ἀναγεννωμένης
Πατρίδος μας.
Βεβαίως
ὄχι καὶ τὴν
ἀποστολή του.
Οἱ καιροὶ εἶχαν
πιὰ ἀλλάξει.
῾Η Πολιτεία,
ὡς ἕνα σύστημα
ἀξιῶν, διὰ τῶν
ὁποίων ὁ ἄνθρωπος
καὶ ἡ κοινωνία
δίνουν νόημα
καὶ περιεχόμενο
στὴν ζωή τους,
στὴν ἐπιδίωξι
τοῦ πρωταρχικοῦ
της σκοποῦ
νὰ μεταβάλῃ
τὴν ἁπλῆ κοινωνία
τῶν ἀνθρώπων
σὲ κοινότητα
ἐλευθέρως
ἐθελόντων
πολιτῶν, χρησιμοποιοῦσε,
εἶναι ἀλήθεια,
ὡς ὄργανο πάντοτε
τὸ Δίκαιο. Τὸ
Δίκαιο ὅμως
ἐκυριαρχεῖτο
ἤδη ἀπὸ τὴν
πνευματικὴ
ἀτμόσφαιρα,
ποὺ ἐδέσποζε
μέσα στὴν κοινωνία,
τὴν ὁποίαν
ἐκαλεῖτο νὰ
ὑπηρετήσῃ.
Εἶχαν προηγηθῆ
οἱ αἰῶνες τοῦ
διαφωτισμοῦ,
οἱ δὲ ἀρχὲς
τῆς νικηφόρου
γαλλικῆς ἐπαναστάσεως
διεκδικοῦσαν,
πολὺ πέραν
ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ
κοιτίδα τους,
τὴν καθολικὴ
ἐπικράτησι.
Τὸ γαλλικὸ
σύστημα πολιτειακῆς
ὀργανώσεως
πρόβαλε παντοῦ
ὡς πρότυπο
ἀσυναγώνιστο,
μοναδικό. ῎Ετσι
καὶ στὴν χώρα
μας, στὸν ῎Αρειο
Πάγο δόθηκε
ἡ ἀποστολὴ
τοῦ ᾽Ανωτάτου
Δικαστηρίου
τῆς Γαλλίας,
τοῦ ᾽Ακυρωτικοῦ
(ἀρχικῶς Tribunal,
ἀργότερα Cour de Cassation).
Τὸ
Γαλλικὸ ᾽Ακυρωτικὸ
ἐδημιουργήθη
ὡς ὄργανο ἐλέγχου
τῶν Δικαστηρίων.
῾Υπὸ τὸ κράτος
τῆς ἀρχῆς, ποὺ
ἐτύχαινε καθολικῆς
ἀποδοχῆς, ὅτι
ὁ νόμος ἀποτελεῖ
τὴν ἔκφρασι
τῆς γενικῆς
θελήσεως (volont?
g?n?rale) τοῦ ἔθνους,
ἐθεωρήθη, ὅτι
κάθε τί, ποὺ
ἐθέσπιζεν
ἡ νομοθετικὴ
ἐξουσία, ἔπρεπε
νὰ εἶναι ἀπὸ
ὅλους σεβαστὸ
καὶ νὰ τηρῆται
ἀπαρεγκλίτως
ἀπὸ τὰ Δικαστήρια.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ
συνεστήθη
τὸ ᾽Ακυρωτικὸ
Δικαστήριο,
γιὰ νὰ ἐλέγχῃ,
ἐὰν τὰ Δικαστήρια
μὲ τὶς ἀποφάσεις
τους ὑπέπεσαν
σὲ ὑπέρβασι
τῆς ἀποστολῆς
τους, κάνοντας
ἄλλο πρᾶγμα
ἀπὸ τὸ νὰ δικάζουν,
ὅπως ὑπεχρεοῦντο.
τὶς κατ᾽ ἰδίαν
ὑποθέσεις
συμφώνως
πρὸς τοὺς γενικοὺς
ὁρισμούς, ποὺ
τὸ ῎Εθνος μὲ
τὸ νομοθετικό
του ὄργανο
εἶχεν ὑπαγορεύσει.
Αὐτὴ ἡ ἀποστολὴ
τοῦ Γαλλικοῦ
᾽Ακυρωτικοῦ
εἶχε μάλιστα
ἀναχθῆ σὲ τέτοια
περιωπή, ὥστε
συμφώνως
πρὸς διάταξι,
ποὺ ψήφισε
ἡ ᾽Εθνοσυνέλευσις
στὶς 19 Νοεμβρίου
1790, τὸ ᾽Ακυρωτικὸ
ὑπεχρεοῦτο,
νὰ στέλνῃ κάθε
χρόνο στὴν
᾽Εθνοσυνέλευσι
ἀντιπροσωπεία
του ἀπὸ ὀκτὼ
μέλη, ποὺ θὰ
γνωστοποιοῦσε
τὶς ἀποφάσεις,
ποὺ ἐξέδιδε,
μὲ σημείωσι,
παραπλεύρως
τῆς καθεμιᾶς,
τῆς ὑποθέσεως
σὲ συντομία
καὶ τοῦ νομοθετικοῦ
κειμένου, ποὺ
ὑπαγόρευε
τὴν ἀναίρεσι.
Τέτοια διάταξι,
καθ᾽ ὅσον γνωρίζω,
δὲν ψηφίσθηκε
ποτὲ σὲ ᾽μᾶς.
῞Ομως
εἶναι ἀναμφισβήτητο,
ὅτι ὡς ἀποστολὴ
στὸ ᾽Ανώτατο
τῆς χώρας μας
Δικαστήριο,
τὸν ῎Αρειο
Πάγο, δόθηκε,
κατὰ τὸ γαλλικὸ
πρότυπο, ἡ ἴδια,
δηλαδὴ ἡ παραφυλακὴ
τῆς αὐθεντίας
τοῦ νόμου,
ἐὰν τὰ Δικαστήρια
τῆς χώρας σωστὰ
ἑρμήνευσαν
καὶ ἐφήρμοσαν
τοὺς νόμους.
Καὶ αὐτὴν τὴν
ἀποστολὴ ἔχει
κυρίως καὶ
σήμερα ἀκόμη
ὁ ῎Αρειος Πάγος,
ὁ ὁποῖος καὶ
δὲν ἀποτελεῖ
Δικαστήριο
τρίτου βαθμοῦ.
Στὸ ἰδικό
μας δικαιϊκὸ
σύστημα ἡ ἀπονομὴ
τοῦ οὐσιαστικοῦ
δικαίου στὴν
συγκεκριμένη
ὑπόθεσι ἠμπορεῖ
ἀπὸ τὸν ῎Αρειο
Πάγο
νὰ ὑπηρετηθῇ
μόνον εἰς τὸ
πλαίσιο τῆς
ἀποστολῆς
του ὡς θεματοφύλακος
τῆς αὐθεντίας
τοῦ νόμου, δηλαδὴ
τῆς σωστῆς
ἑρμηνείας
καὶ ἐφαρμογῆς
του, μὲ βάσι
τὰ διαπιστωθέντα
ἀπὸ τὸ Δικαστήριο
τῆς οὐσίας
πραγματικὰ
περιστατικά.
Εἰς τὸ πλαίσιο
τέτοιας ὁριοθετήσεως
τῶν δικαιοδοτικῶν
του καθηκόντων
εἶναι εὐκταῖον
νὰ ἐπανεξετασθοῦν
οἱ νομοθετικὲς
μεταρρυθμίσεις,
ποὺ ἄρχισαν
ἀπὸ τὸ 1957 καὶ
διεύρυναν
τὴν δικαιοδοτικὴ
ἀποστολὴ τοῦ
᾽Αρείου Πάγου
μὲ τὴν ἀνάθεσι σ᾽ αὐτὸν καὶ
τῆς μετ᾽ ἀναίρεσι
κατ᾽ οὐσίαν
ἐκδικάσεως
τῶν πολιτικῶν
ὑποθέσεων,
δηλαδὴ οὐσιαστικῶς
καθηκόντων
᾽Εφετείου,
καθὼς καὶ μὲ
τὸν πολλαπλασιασμὸ
τῶν λόγων ἀναιρέσεως.
Μεταρρυθμίσεις,
ποὺ προώθησαν
προδήλως λαϊκίστικες
ἀντιλήψεις
σὲ περιωπὴ
ἀξιωμάτων
ἠχηρῶν, γιὰ
τὴν ἀνάγκη
καλλίτερης
δῆθεν οὐσιαστικῆς
ἀπονομῆς τοῦ
Δικαίου καὶ
τὰ παρόμοια,
ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα,
γιὰ κάθε καλόπιστο
καὶ μὲ στοιχειώδη
εὐθυκρισία
γνώστη τῶν
πραγμάτων,
καὶ πολὺ περισσότερο
γιὰ κάθε «ἐκ
τῶν ἔσω» εἰδήμονα,
χωρὶς ἀληθινὰ
νὰ προάγουν
τὴν σωστὴ ἀπονομὴ
τῆς Δικαιοσύνης,
εἶχαν καὶ δυσμενέστατες
ἤδη συνέπειες
στὴν ὅλη λειτουργία
τοῦ θεσμοῦ.
῎Ετσι, δηλαδὴ
μὲ τὴν ἐπαναφορὰ
στὴν ἀμιγῶς
ἀκυρωτικὴ
ἀποστολή του
καὶ τὸν περιορισμὸ
τῶν λόγων ἀναιρέσεως,
ἡ δυναμικὴ
τοῦ ρόλου τοῦ
᾽Αρείου Πάγου
θὰ ἐπαυξηθῇ
καὶ τὸ ἐπιθυμητὸ
ἀπὸ ὅλους κῦρος
του θὰ ἀνυψωθῇ,
μὲ τὴν κραταίωσι
τῆς αὐθεντίας
τῶν ἀποφάσεών
του, ὡς ἐκπορευομένων
ἀπὸ ἀληθινὰ
᾽Ανώτατο Δικαστήριο.
᾽Εκτὸς
ἀπὸ τὰ δικαιοδοτικά
του καθήκοντα,
ἔξοχης σπουδαιότητος
εἶναι καὶ τὸ
ἔργο τοῦ ᾽Αρείου
Πάγου
στὴν διοίκησι
τῆς Δικαιοσύνης,
δηλαδὴ σὲ ὅ,τι
ἀφορᾷ στὴν
ὑπηρεσιακὴ
κατάστασι
(προαγωγές,
μεταθέσεις,
κλπ.) τῶν λειτουργῶν
της. Καὶ ἐδῶ
τὸ πολιτικὸ
δαιμόνιο τοῦ
Μεγάλου ᾽Ελευθερίου
Βενιζέλου
διέλαμψε, μὲ
τὸ νὰ ὁπλίσῃ
θεσμικῶς, καὶ
μὲ διάταξι
ποὺ περιελήφθη
ἤδη εἰς τὸ Σύνταγμα
τοῦ 1911 καὶ ἔκτοτε
δὲν ἐγκαταλείφθηκε,
τὴν λειτουργία
τῆς Δικαιοσύνης
μὲ ἀληθινὰ
ἀπρόσβλητη
ἀνεξαρτησία,
ἀνεξαρτησία,
ποὺ τόσο κατωχυρωμένη
σὲ κανένα ἄλλο
Κράτος τοῦ
κόσμου ὁ Δικαστὴς
δὲν διαθέτει.
Τὸ γεγονός,
ὅτι παρὰ ταῦτα
ὑπῆρξαν Δικαστές,
ποὺ δὲν ἀνταποκρίθηκαν
στὶς προσδοκίες
τοῦ συνταγματικοῦ
νομοθέτου,
ἀλλὰ ἐνήργησαν,
σὲ κρίσιμες
μάλιστα στιγμὲς
τοῦ ἐθνικοῦ
μας βίου, μὲ
ἀνείπωτη δουλοφροσύνη
καί, ἀντὶ νὰ
ὑπηρετήσουν
τὴν Δικαιοσύνη,
ἐθήτευσαν
στὴν ἀνομία
ἢ ἐνίσχυσαν
τὴν ἀδικία,
ἠμπορεῖ νὰ
εἶναι ἀσυγχώρητο,
ἀλλὰ προβάλλει
ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη
πλευρά του
καὶ κατανοητό.
᾽Αφοῦ ἀντανακλᾷ
τὴν ἀναντίρρητη
ἀλήθεια, πὼς
καμμιὰ ἐγγύησι
δὲν εἶναι ἱκανή,
νὰ ἐμφωλεύσῃ
φρόνημα ὑψηλὸ
σὲ ὅσους ἀπὸ
τὴν φύσι τους
διαθέτουν
ψυχὴ μόνον
ρωμαίου ἀπελευθέρου
! ῞Ομως, καὶ
θὰ πρέπει αὐτὸ
μὲ ὑπερηφάνεια
νὰ διακηρυχθῇ,
ἡ συντριπτικὴ
πλειονοψηφία
τῶν ῾Ελλήνων
Δικαστῶν ἐπορεύθη
εἰς τὸν δρόμο
τῆς νομιμότητος
καὶ τοῦ καθήκοντος,
μὲ ἐγκαταβίωσι
στὴν ἀνεξαρτησία
τοῦ δικαστικοῦ
φρονήματος.
῾Η
ἀνεξαρτησία
αὐτὴ ἐπιβάλλεται,
νὰ καθορᾶται
στὶς ἀληθινές
της πάντοτε
διαστάσεις.
῎Ηδη ἀπὸ πολλὲς
δεκαετίες
ἀποτελεῖ ἀναντίρρητη
ἀρχὴ τῆς πολιτειολογικῆς
ἐπιστήμης,
ὅτι ἡ πολιτικὴ
ἐξουσία
εἶναι μία
καὶ ἑνιαία
καὶ ὅλα τὰ ὄργανά
της θητεύουν
στὴν ἐκπλήρωσι
τῶν ἴδιων σκοπῶν
τῆς Πολιτείας.
᾽Απὸ τὴν ἄλλη
μεριά, ἡ Δικαιοσύνη
στὴν νοηματική
της ἀποδοχὴ
ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη
συνείδησι
συνιστᾷ στὴν
οὐσία της ἕνα
λεξιλόγιο
κοινό, ποὺ
εἶναι ἀναγκαῖο
γιὰ κάθε σύγκρουσι,
ὑπαρκτή, ἀλλὰ
ἀκόμη καὶ ἐνδεχόμενη,
σὲ ὅλα τὰ πεδία
τῶν διανθρωπίνων
σχέσεων, λεξιλόγιο,
ποὺ ἀναγγέλλει
τὴν λύσι, τὴν
ἄρσι τῶν συγκρούσεων.
῾Η εὐθυκρισία
καὶ ἡ ἐμπειρία
ἐπιτρέπουν
τὴν βεβαίωσι,
πὼς τὸ λεξιλόγιο
αὐτὸ συγκροτεῖται
ἀπὸ μιὰ προκαταρκτικὴ
πεποίθησι,
ἀπὸ ἕνα κομφορμισμὸ
καὶ ἀπὸ μία
ἀλληλεγγύη.
῾Η προκαταρκτικὴ
πεποίθησι
σχηματίζεται
στὸ συγκεκριμένο
περιβάλλον,
ὅπου συνωθοῦνται
κύματα ζωντανὰ
ἰδεῶν, αἰσθημάτων,
ἐντυπώσεων,
παρορμήσεων,
παθῶν, ἕνας
κόσμος ὁλόκληρος,
ποὺ καλύπτει
τὸ πεδίο κάθε
γνώμης, - καὶ
γιὰ νὰ ἐντοπίσω
τὴν ἐπισήμανσι
στὴν πιὸ εὔγλωττη
περίπτωσι
τελέσεως ἑνὸς
ποινικοῦ ἀδικήματος,
ἀπὸ τὴν βεβαιότητα
τῆς ἀθῳότητος
τοῦ κατηγορουμένου
μέχρι τὴν βεβαιότητα
τῆς ἐνοχῆς
του, μὲ ὅλες
τὶς ἐπὶ μέρους
ἐνδιάμεσες
θέσεις. Καὶ
ὅλα αὐτὰ πρὶν
ἀκόμη καὶ ἀπὸ
τὴν ἐξέτασι
οἱουδήποτε
ἀποδεικτικοῦ
στοιχείου
! Εἶναι ἀκριβῶς
ἡ θλιβερὴ
εἰκόνα τῶν
ἐφημερίδων,
ὅταν, καὶ αὐτὸ
δυστυχῶς δὲν
γίνεται σπάνια,
γιὰ τὸ ἴδιο
συμβὰν προσφέρουν,
στὸ συναγωνισμό
τους, παρουσιάσεις
τόσον ἀντιφατικές,
ὥστε νὰ ἀναιρῇ
ἡ μία ὁλοκληρωτικὰ
τὴν ἄλλη, χωρὶς
μάλιστα ἡ πίεσις
τῆς ἐπικαιρότητος
νὰ ἠμπορῇ πάντοτε
νὰ ἀποτελέσῃ
ἐλαφρυντικὸ
διὰ τὸν συντελούμενον
ἔτσι διανοητικὸ
βιασμὸ τῶν
ἀναγνωστῶν
τους. Προσθέσατε
εἰς τὴν ἀληθινὴ
αὐτὴ εἰκόνα
τῆς πραγματικότητος
τὸν κομφορμισμό,
ποὺ ὁ κοινωνικὸς
περίγυρος
μὲ τοὺς ἀνελέητους
νόμους του
ὑπαγορεύει,
καθὼς ἐπίσης
καὶ τὴν ἀλληλεγγύη,
ποὺ συμφέροντα
ποικίλα, ὑπαρκτὰ
ἢ ἐνδεχόμενα
ἢ καὶ φανταστικά,
θεμιτὰ ἢ ἀθέμιτα,
ἐπιβάλλουν.
Τὸ ἄθροισμα
ὅλων αὐτῶν
κατεργάζεται
τὴν ἀντιληπτικὴ
ἱκανότητα
τῆς κοινωνικῆς
συνειδήσεως
στὴν πρόβασί
της πρὸς τὴν
θεώρησι τοῦ
δέοντος
σὲ μιὰ κοινωνικὴ
σύγκρουσι,
ἑπομένως διαμορφώνει
καὶ τὴν περὶ
δικαιοσύνης
ἀντίληψι
γιὰ τὴν συγκεκριμένη
κάθε φορὰ ὑπόθεσι,
γιὰ τὸ ποιὸς
ἔχει δίκαιο
καὶ ποιὸς ἄδικο.
῎Ετσι ἡ κοινωνικὴ
συνείδησις
ὁδηγεῖται
ἀναπότρεπτα
καὶ στὴν ἀξιολόγησι
τοῦ συντελουμένου
ἀπὸ τὴν Δικαιοσύνη,
ὡς πολιτειακὴ
λειτουργία,
ἔργου. Ναί,
καὶ οἱ κριτὲς
κρίνονται
! ᾽Αλλὰ μὲ κριτήρια,
τὶς περισσότερες
φορές, τόσον
ἀνορθόδοξα
καὶ τόσον διαβλητά
! ...
Καὶ
ὁ ῞Ελλην Δικαστής,
ἐγκαταβιώνοντας
καὶ ὁ ἴδιος
εἰς τὴν κοινωνικὴ
αὐτὴ πραγματικότητα
μὲ ὅλες τὶς
συνακόλουθες
γεύσεις, πῶς
ἐνεργεῖ καὶ
πῶς συμπεριφέρεται
; ῎Οχι, ἡ ἀνεξαρτησία,
λειτουργικὴ
καὶ προσωπική,
ποὺ τοῦ ἐξασφαλίζει
τὸ Σύνταγμα
(ἄρθρον 87 § 1),
δὲν ἀποτελεῖ
κανένα εἶδος
παρασήμου
προσωπικοῦ,
προωρισμένου
νὰ τὸν διαχωρίσῃ
ἀπὸ ἄλλους
κατὰ κάποιο
τρόπο «πτωχοὺς»
συγγενεῖς,
συνήθεις κρατικοὺς
ὑπαλλήλους,
ποὺ ἔχουν τὸ
μερίδιό τους
ὑποτελείας
καὶ συμβιώνουν
μὲ τὶς δοκιμασίες
καὶ τὶς ἐλπίδες
μιᾶς κάποιας
δουλείας καὶ
μιᾶς κάποιας
ἐλευθερίας,
αὐτοὺς τοὺς
ταπεινούς,
ποὺ ἐνεργοῦν
ἀτομικὰ καὶ
ὄχι γιὰ πολλούς,
οὔτε γιὰ ὅλους,
ὅπως κάνουν
οἱ Δικασταί,
ποὺ ἀποφασίζουν
«ἐν ὀνόματι
τοῦ ῾Ελληνικοῦ
λαοῦ» (ἄρθρον
26 § 2 τοῦ Συντάγματος)
! ῎Οχι, τέτοια
ἀντίληψι ἀνεξαρτησίας
μόνον οἱ ἀνεγκέφαλοι
διαθέτουν
καί, θέλω νὰ
πιστεύω, πὼς
κανένας ῞Ελληνας
Δικαστὴς δὲν
συντηρεῖ !
῾Η
ἀληθινὴ ἀνεξαρτησία
τοῦ Δικαστοῦ
δὲν διασφαλίζεται
μὲ δημόσιους
φανφαρονισμούς,
οὔτε ἐκδηλώνεται
μὲ δηλώσεις
ἤ, ἐνυπόγραφα
καὶ μή, ἄρθρα
σὲ ἐφημερίδες
ἢ περιοδικά.
Τέτοια ἐνεργήματα
ἀποτελοῦν
ἀνεπίτρεπτη
θήρευσι συμπαθειῶν
ἢ ἀντιπαθειῶν,
προϋποθέτουν
κατὰ βάθος
ἐσωτερικὴ
ἀνελευθερία
καὶ οὐσιαστικῶς
ἐκτρέπουν
τὴν δικαστικὴ
ἀνεξαρτησία
εἰς τὴν περιωπὴ
ἑνὸς μύθου,
ἱκανοῦ νὰ συντηρήσῃ
σὲ κάθε ἐριστὴ
περίπτωσι
ἕνα ἄλλοθι,
ἀληθινὰ ὀδυνηρὸ
γιὰ τὰ συμφέροντα
τῆς κοινωνικῆς
ὁλότητος.
῾Η ἀληθινὴ
ἀνεξαρτησία
ἀπαιτεῖ σοβαρότητα
καὶ μόνον βιώνεται,
ἀθόρυβα καὶ
ἀσκητικά,
καὶ αὐτὸ καθημερινὰ
καὶ ἀσταμάτητα
μὲ τὴν κατὰ
συνείδησι
ἐπιτέλεσι
τοῦ καθήκοντος
σὲ κάθε, χωρὶς
καμμία ἀπολύτως
ἐξαίρεσι, ὑπόθεσι,
μικρὴ ἢ μεγάλη,
σημαντικὴ
ἢ ἀσήμαντη,
πλούσιου ἢ
πτωχοῦ, ἀφέντη
ἢ ὑπηρέτη, ἄρχοντος
ἐπιφανοῦς
ἢ ἀσήμου πολίτου.
῾Η ἀληθινὴ
ἀνεξαρτησία
ὑπάρχει μόνον,
ὅταν ὁ Δικαστὴς
ἠμπορῇ, γιὰ
κάθε ὑπόθεσι
ποὺ δικάζει,
σ᾽ ἕνα ὑποθετικὸ
μέσα στὸ forum
τῆς συνειδήσεώς
του
διάλογο μὲ
τὸν κάθε διάδικο,
δικαιολογημένα
νὰ τοῦ εἰπῇ
: « Μὴ φοβᾶσαι
καθόλου, συνάνθρωπέ
μου, ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ θὰ ἀποφασίσῃ
γιὰ τὴν περίπτωσί
σου, δὲν ἔχει
ἄλλη φροντίδα
παρὰ νὰ ἀποκαλύψῃ,
στὸ μέτρο τῶν
δυνάμεών του,
ποιός, σύμφωνα
μὲ τοὺς νόμους
ποὺ θεσπίσθηκαν
νόμιμα ἀπὸ
τὴν ἐθνική
μας κοινότητα,
ἔχει δίκαιο
ἢ ἄδικο ! Γι᾽
αὐτὸ ὁ δικαστής
σου ζῇ καὶ ὑπάρχει
!».
῎Ετσι
ἐνεργεῖ καὶ
ἔτσι στοχάζεται,
πιστέψτε με,
ὁ ῞Ελλην Δικαστής.
Καὶ μάλιστα
ἐργαζόμενος
στὸ νεοελληνικό
μας Κράτος
πάντοτε ὑπὸ
συνθῆκες χειρότερες
ἀπὸ αὐτὲς κάθε
ἄλλου δημοσίου
λειτουργοῦ,
καθὼς καὶ ἀπὸ
παντοῦ ἀλλοῦ,
σὲ ὁλόκληρο
τὸν κόσμο !
Βεβαίως περιπτώσεις
μὴ εὔορκης
καὶ μὴ σύννομης
ἐπιτελέσεως
τοῦ καθήκοντος
περιοδικῶς
ἀναφαίνονται,
ἀλλὰ αὐτὲς
εἶναι τόσο
σποραδικές,
ὥστε ὡς ἐπίμεμπτες
ἐξαιρέσεις
ἀληθινὰ δὲν
κάνουν, παρὰ
νὰ ἐπικυρώνουν
τὸν κανόνα.
᾽Επειδὴ
ὅμως οἱ ἄνθρωποι
καὶ οἱ θεσμοὶ
δὲν ἠμποροῦν
νὰ εὐδοκιμοῦν,
παρὰ εἰς τὸν
βαθμὸ τῆς πνευματικῆς
αἰθρίας, ποὺ
ἀναδίδει ἡ
κοινωνία, τὴν
ὁποίαν ὑπηρετοῦν,
εἶναι, νομίζω,
ἀναγκαῖον
καὶ ἀγαθόν,
νὰ ὑπομιμνῄσκεται
ἀδιάκοπα εἰς
τὸν Δικαστή
: ὅτι
εἶναι ἄνθρωπος,
ὅτι ἔχει τὰ
πάθη καὶ
τὶς ἀδυναμίες,
ποὺ συνοδεύουν
ἀχώριστα τὴν
ἀνθρωπίνη
φύσι του, ὅτι
ὅσο μεγάλη
καὶ ἂν εἶναι
ἡ τιμὴ τοῦ
λειτουργήματός
του, κατὰ πολὺ
μεγαλύτερες
εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις,
ποὺ τοῦ ἐπιβάλλει,
καὶ ὅτι τελικῶς
ὀφείλει,
νὰ εἶναι ἀκόμη
περισσότερο
ὑπηρέτης τοῦ
καθήκοντός
του, παρὰ ἀλαζὼν
γιὰ τὴν δύναμί
του !
῎Ετσι
ὁριοθετεῖται
τὸ δικαστικὸν
καθῆκον καὶ
γαλβανίζεται
τὸ δικαστικὸν
ἦθος.
Καὶ
ἐλπίζω καὶ
εὔχομαι ὁ ῎Αρειος
Πάγος, ὡς τὸ
᾽Ανώτατο Δικαστήριο
τῆς Τακτικῆς
Δικαιοσύνης,
νὰ ἐφορεύῃ
πάντοτε τὴν
σωστὴ ἀπὸ τοὺς
Δικαστὰς ἐπιτέλεσι
τοῦ καθήκοντός
των. Μὲ σύνεσι
καὶ σωφροσύνη,
δίνοντας καὶ
ὁ ἴδιος πρῶτος
τὸ παράδειγμα.
Γένοιτο !
|