ΧΡΗΣΤΟΥ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ

Πρῴην Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας

 

^*^*^*^

 

 

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΑ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΕΛΛΙΠΟΥΣ  ΕΚΔΟΣΕΩΣ

ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ»

(Θεσσαλονίκη, 24η Νοεμβρίου 2006)

 

 

 

Κύριε Πρόεδρε τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Θεσσαλονίκης,

 

 Εὐχαριστῶ ἐγκαρδίως γιὰ τὴν τιμητικὴ πρόσκλησί σας, νὰ ἀπευθύνω χαιρετισμὸ γιὰ τὰ 60 χρόνια ἀνελλιποῦς ἐκδόσεως ἀπὸ τὸν Σύλλογό σας τῆς μηνιαίας νομικῆς ἐπιθεωρήσεως «Ἁρμενόπουλος». Τιμητική, γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν γεραρό, κραταιότερο ἐπιστημονικὸ Σύλλογο τῆς γενετείρας μου, τοῦ ὁποίου εἶχα τὴν τιμή, νὰ διατελέσω καὶ ἐγὼ μέλος  στὶς ἀρχὲς τῆς νομικῆς μου σταδιοδρομίας∙ καὶ γιατὶ ἀναφέρεται σὲ ἐπιβλητικὴ ἐπέτειο πνευματικῆς του προσφορᾶς περιωπῆς. Καὶ εὐλόγως μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ ἀνταποκρίνομαι στὴν πρόσκλησιν αὐτή.

 

 

Κύριοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,

Κυρίες καὶ Κύριοι,

 

1.-  Προσέρχομαι λοιπόν, πάντοτε εὐλαβὴς προσκυνητὴς τῆς γενεθλίου πόλεως, αὐτὴν τὴν φορὰν εἰδικώτερον τῆς ἀφθίτου πνευματικότητός της. Διότι αὐτὴν φανερώνει ἡ ἀδιάλειπτη ἐπὶ τόσα χρόνια προκειμένη ἐπιστημονικὴ ἔκδοσις. Ἡ ὁποία φέρει μάλιστα καὶ τὸ πρόσημο πανελληνίου πρωτοπορίας, δεδομένου ὅτι προηγήθη ἀναλόγου ἐκδόσεως τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου τῆς πρωτευούσης τῆς χώρας κατὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια∙ ἀφοῦ τὸ ἀντίστοιχο «Νομικὸν Βῆμα» τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Ἀθηνῶν, ἔκανε τήν ἐμφάνισί του μόλις τὸ 1953. Πρωτοπορία τῆς Θεσσαλονίκης βεβαίως ὄχι πρωτόγνωρη, ἀφοῦ αὐτὴ καταγράφεται καὶ σὲ ἄλλες πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις, π.χ. μὲ τὴν ἵδρυσι καὶ λειτουργίαν ἤδη ἀπὸ τὸ 1928 ἐδῶ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην τοῦ πρώτου ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ τῆς χώρας ἀπὸ τὸν ἰδιώτη Τσιγγιρίδη, ἐνῷ ὁ κρατικός μας ραδιοσταθμὸς Ἀθηνῶν ἄρχισε τὶς ἐκπομπές του μόλις μετὰ 10ετίαν ! Καί, ἀναλογισθῆτε πρὸς ὀρθὴ συνειδητοποίησι, κατὰ τὶς ἀληθινές της διαστάσεις, τῆς πρωτοπορίας, ὅτι μεταγενέστερη κατὰ ὀκτὼ δεκαετίες καὶ πλέον ὑπῆρξεν ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Θεσσαλονίκης μας, μόλις κατὰ τὸ 1912.

Καὶ ἡ ἄφθιτος πνευματικότης τῆς Θεσσαλονίκης, γενικώτερον τῆς ἀνὰ τὶς χιλιετηρίδες ἑλληνικῆς Μακεδονίας, ἔχει διάστασι διαχρονική. Τὴν ὁποίαν ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ τίτλος τοῦ περιοδικοῦ.  Ἀναπαράγων τὸ ὄνομα  τοῦ περιφανοῦς Κωνσταντίνου Ἁρμενοπούλου, Νομοφύλακος καὶ Κριτοῦ, δηλαδὴ Δικαστοῦ στὴ Θεσσαλονίκη, δευτέρα μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν πόλι τοῦ Βυζαντίου, τῆς Ἑλληνικῆς αὐτῆς Μεσαιωνικῆς Αὐτοκρατορίας,  τὸν 14ον αἰῶνα, ἐκπονήσαντος  δὲ τὸ 1345 τὸ περίφημον Πρόχειρον Νόμων ἢ Ἑξάβιβλον, νομοθετικὴ συλλογή, διαβαλκανικῆς μάλιστα καὶ ὄχι μόνον χρήσεως, ποὺ ἴσχυσεν  ἐπὶ αἰῶνες, σ' ἐμᾶς μέχρι τῆς 23ης Φεβρουαρίου 1946, δηλ. τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Ἀστικοῦ μας Κώδικος.

 

2.-  Ἡ πνευματικότης προϋποθέτει πνευματικὴν ἀλκήν, δυναμένην νὰ ἐκτραφῇ μόνον ὑπὸ καθεστὼς ἐλευθερίας γνώμης καὶ ἀνεμπόδιστης διακινήσεως ἰδεῶν. Καὶ εἶναι ἱστορικῶς πιστοποιημένη ἡ ἐλευθερία αὐτὴ ἀνέκαθεν στὸν Μακεδονικὸ χῶρο. Τὴν φανερώνει π.χ. ἡ πάλη τῶν ἰδεῶν εἰς αὐτὴν τὴν Θεσσαλονίκην μὲ τοὺς ζηλωτὲς ἢ τοὺς ἡσυχαστὲς καὶ τὰ κοινωνικὰ ρεύματα, τὰ ὁποῖα ὑπογείως τροφοδοτοῦσε ἡ διαπάλη αὐτή, κατὰ τὸν αὐτὸν μεσαίωνα (14ον αἰῶνα), δηλ. σὲ ἐποχὴ πνευματικῶς ἄνυδρη γιὰ ἄλλες περιοχὲς ἄλλων χωρῶν. Καὶ ἔχει ἡ πνευματικότης αὐτὴ τὶς ρίζες της σὲ χρόνους ἀρχαίους.

Τὴν ἐκπροσωπεῖ κατ' αὐτοὺς ὁ μέγας Ἀριστοτέλης (384-322 π.Χρ.), ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ἀσφαλῶς ὁ μεγαλύτερος πολιτειολόγος ὅλων τῶν ἐποχῶν, καταγόμενος ἀπὸ τὰ Στάγειρα τῆς Χαλκιδικῆς καὶ διδάσκαλος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ ὁποῖος ἔτσι, προικισμένος καὶ μὲ ἐκπληκτικὴ παιδεία ἀπὸ τὸν μεγάλο του διδάσκαλο, ἐπραγματοποίησε τὴν μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ἀνὰ τὶς χιλιετηρίδες ὄχι κατακτητική, ὅπως ἀτόπως ἀπὸ μερικοὺς ἀνιστορήτους, ἐθελοτυφλοῦντες ἀπὸ ἰδεολογικὴ προκατάληψι, ὑποστηρίζεται, ἀλλὰ ἐκπολιτιστική του ἐκστρατεία, μὲ τὴν ὁποία καὶ διέδωσε καὶ διέσπειρε τὸ ἑλληνικὸν πνεῦμα, δηλ. τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας, σχεδὸν ἀνὰ τὰ πέρατα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. 

Τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἐλευθερίας, χωρὶς καμμία τῶν ἀνθρώπων διάκρισι, εἶχεν ἄλλωστε ἀρχέγονη τὴν ἑλληνικήν του προέλευσι. Ἤδη ὁ Δημόκριτος (περίπου 460-370 π.Χρ.) ἐξέφερε τὸ ὑψηλότατο δίδαγμα «Ἀνδρὶ σοφῷ πᾶσα γῆ βατή∙ ψυχῆς δὲ ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος» (ἀπόσπασμα 247 Diels) καὶ ἀκολούθως τὸν ἑπόμενο 4ο π.Χρ. αἰῶνα ὁ Ἀλκιδάμας εἰς τὸν Μεσσηνιακὸν του λόγον διεκήρυξε, ὅτι «ἐλευθέρους ἀφῆκε πάντας Θεός∙ οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκε». Ἔτσι τὸ φιλάδελφον καὶ φιλάνθρωπον, τὸ  κοσμοπολιτικὸν πνεῦμα, ἡ ἀληθινὴ διεθνὴς κατανόησις καὶ ἀλληλεγγύη  ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα γιὰ πρώτη φορὰ ἀνεπτύχθησαν σὲ τέτοια περιωπή. Ἔκφρασιν ἄλλωστε ψηλαφητὴ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ ἀποτελεῖ σήμερα καὶ ἡ παροιμιώδης ἑλληνικὴ φιλοξενία, ποὺ τόσον ἐντυπωσιάζει τοὺς ξένους ἐπισκέπτες μας. Ὅμως, ἂς σκεφθοῦμε τὸ οὐσιωδέστερο : τὸ οἰκουμενικό, χωρὶς διακρίσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, πνεῦμα ἀνεπτύχθη μὲν γιὰ πρώτη στὴν Ἱστορία φορὰν ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὅμως κατέστη βαθμιαίως παγκόσμιον ἰδεῶδες μὲ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὡς κυρία συνισταμένη αὐτοῦ. Ἀλλὰ τῆς ἐξαπλώσεως αὐτῆς, μὲ ὄργανο τὴν ἀνεπανάληπτη Ἑλληνική μας γλῶσσα, πρωτουργοὶ ὑπῆρξαν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ ἡ ἐκπολιτιστική του ἐκστρατεία, μὲ συμμετοχὴ κυρίως Μακεδόνων.  Ἰδοὺ λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Χωρὶς αὐτὸν ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμός, παραμένων ἐγχωρία, τοπικὴ ὑπόθεσις, δὲν θὰ ἐξηπλοῦτο ἀνὰ τὴν οἰκουμένη∙ ἔτσι ἡ κυριώτερη συνιστῶσα τοῦ σημερινοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ θὰ ἀπουσίαζε καὶ εἶναι ἄδηλο ποιὰ θὰ ἦτο χωρὶς ἐκεῖνον ἡ πορεία τῆς ἀνθρωπότητος.  

 

3.-   Ἀπὸ τὸ προκείμενο ζεῦγμα ἰδεῶν τὸ πρῶτο σκέλος, ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ὡς ἀναμφισβητήτως κυρία συνισταμένη τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καταδεικνύει τὸ πόσον κίβδηλη καὶ ἀνυπόστατη εἶναι ἡ μὲ ἰδιαίτερη θέρμη διασαλπιζομένη στὶς ἡμέρες μας, ἀπὸ μερικοὺς ἀδόλως καὶ μὲ διανοητικὴν ἀθῳότητα, ἐκδοχὴ τῆς δῆθεν πολυπολιτισμικότητος τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, καὶ εἰδικώτερον τῆς Θεσσαλονίκης μας. Διανοητικὴ ἐντιμότης ὑπαγορεύει τὴν σωστὴ χρησιμοποίησιν ἐννοιῶν. Τὴν Θεσσαλονίκη μας ὤργωσαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ποικίλης ἐθνοτικῆς προελεύσεως πληθυσμοί, ἄλλοτε εἰρηνικὰ εἰσχωρήσαντες στὴν περιοχή, ἄλλοτε δὲ μὲ τὴν ρομφαία περιστασιακῶς κραταιοτέρου κατακτητοῦ. Ὅμως ἡ Θεσσαλονίκη δὲν ἀπώλεσεν ἐκ τούτου, οὐδὲ πρὸς στιγμήν, τὸν ἑλληνικόν της πολιτιστικὸν χαρακτῆρα, ἀφοῦ καὶ οἱ ἐπήλυδες αὐτοὶ μὲ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τὰ νάματα ἐξετρέφοντο, ἀνεξαρτήτως τῆς διαφόρου βαθμοῦ δεκτικότητος, ἱκανότητος ἢ ἔστω διαθέσεώς των, οἰκειώσεως τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ. Καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ συγχέωμε τὸν πολιτισμὸν μὲ ἄλλης φύσεως ἐπιφαινόμενα, μὲ ἄλλες λέξεις οἱ τυχὸν ὑφιστάμενες καὶ ἐξηγήσιμες, μὴ θίγουσες καθόλου τὸν πυρῆνα του,  διαφοροποιήσεις δὲν προδίδουν καὶ ἑτερότητα πολιτισμοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἀδιαφιλονίκητη θέσι τῆς ἐπιστήμης. Ἀρκοῦμαι στὸ νὰ ὑπομνήσω σχετικῶς τὸν ἀφορισμὸ τοῦ διασήμου Ἄγγλου ἱστορικοῦ Ἄρνολντ Τόϋμπη στὸ περισπούδαστο δεκάτομο ἔργο του A study of History (Σπουδὴ τῆς Ἱστορίας), κατὰ τὸν ὁποῖον ὁλόκληρος ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς ἑλληνικὴν ἔχει τὴν προέλευσι, συγκεκριμένως, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ κοινωνία, ὅπως καὶ ὁλόκληρος ἡ δυτικὴ κοινωνία εἶναι τέκνο τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας.

Τὸ περὶ πολυπολιτισμικότητος λοιπὸν θεώρημα εἶναι ἀστήρικτο, ὡς παραμῦθι ὅμως δὲν ἀνεφάνη ἐν αἰθρίᾳ, ἀλλ' ἐφευρέθη γιὰ τὴν στήριξι ἰδεολογικῶς καταχθονίων σκοπῶν. Διότι ἔχει ἁμαρτωλοὺς γεννήτορες, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀπύθμενη δολιότητα, πρὸς ὑπηρέτησι τῶν σχεδίων τους ἐθνικοῦ καὶ ἐδαφικοῦ τῆς Πατρίδος μας ἀκρωτηριασμοῦ, ἐπιδιώκουν νὰ προωθήσουν συγκεκαλυμμένα τὸ ψεῦδος τῆς δῆθεν πολυεθνικότητος τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Συγκεκαλυμμένα, διότι ἀπροκάλυπτα τέτοιο ψεῦδος δὲν ἔχει καμμιὰ πιθανότητα νὰ σταθῇ καὶ νὰ εὐδοκιμήσῃ. Ἀφοῦ οἱ πάντες γνωρίζουν, ὅτι  ἡ Ἑλλὰς εἶναι ἀπὸ ἀπόψεως πληθυσμιακῆς συνθέσεως ἡ ἐθνικῶς πιὸ ὁμοιογενὴς μεταξὺ ὅλων τῶν χωρῶν, τοὐλάχιστον τῆς Εὐρώπης. Ἄλλωστε μὲ τὸν ὅρο «πολυπολιτισμικότης» ἀποφεύγεται καὶ ἡ χρῆσις τῆς ἰδιαιτέρως ἀνεπιθύμητης στοὺς ἐπιβούλους λέξεως «ἔθνος».  Πρέπει σχετικῶς νὰ σημειωθῇ, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους, ὡς πραγματικότης κοινότητος αἵματος, κοινωνικὴ καὶ ἱστορικὴ δὲν εἶναι γέννημα τῶν τελευταίων χρόνων,  κυρίως τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅπως ἀπὸ μερικοὺς ἀνιστόρητα ὑποστηρίζεται ἀλλὰ γεννήθηκε, καὶ αὐτή, κατὰ τὴν ἑλληνικὴν ἀρχαιότητα, μαρτυρουμένη ἤδη μὲ τὴν περίφημη ἀπάντησι τῶν Ἀθηναίων τὸ 479 π.Χρ., πρὸς τοὺς Σπαρτιάτες, ποὺ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν στάσι τους ἐν ὄψει τῆς Περσικῆς εἰσβολῆς, ὅτι «τὸ ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι», ὅπως μᾶς παραδίδει τὴν ἀπάντησιν αὐτὴν ὁ Ἡρόδοτος (Ἱστοριῶν Η΄ 144). Ἡ ἀρχέγονη λοιπὸν αὐτὴ ἔννοια τοῦ ἔθνους ἔχει κηρυχθῆ ἀποβλητέα ἀπὸ τὸ λεξιλόγιον ἐδῶ καὶ μερικὲς δεκαετίες μὲ ὠργανωμένη καταιγιστικὴ ἐναντίον της καταφοράν, ὡς δῆθεν γεννήτρια κάθε διαπολιτειακοῦ καὶ κοινωνικοῦ κακοῦ :  ἄλλοτε, ἀπὸ τὴν  πολιτικὴν ἐκείνην ἰδεολογία, ποὺ οἰκτρὰ ἐναυάγησε μὲ τὶς δεκάδες ἑκατομμυρίων θυμάτων της καὶ τὰ τρομακτικὰ οἰκονομικὰ ἐρείπια, ποὺ ἄφισε, ἰδίως  στὶς χῶρες τῆς ὑπὸ σοβιετικὸ ζυγὸν ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἡ πολιτική, καθεστωτική, πτῶσις της τώρα δέ, ἀπὸ τὴν χρονικῶς διάδοχόν της σὲ ὀλεθριότητα «Νέα Ἐποχὴ» τῆς παγκοσμιοποιήσεως. Καὶ εἶναι γιὰ ἀμφότερες αὐτὲς ἀποβλητέα ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους ὡς ἐπικίνδυνη στὶς ἐπιδιώξεις τους πολτοποιήσεως τῶν λαῶν μὲ τὴν ἐξάλειψι τοῦ ἀπὸ τὴν φύσι του συνεκτικοῦ δεσμοῦ, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἰδέα τοῦ Ἔθνους, δηλαδὴ ἡ συνείδησις τῆς ἐθνικῆς συμμετοχῆς. Διότι αὐτὴ δημιουργεῖ ἀπὸ μόνη της τὴν συσπείρωσι μεταξὺ ἀτόμων καὶ ὁμάδων, συσπείρωσιν ἀναγκαιοτάτην καὶ ἀπολύτως ἀπαραίτητη  πρὸς ἀποτελεσματικὴν ἄμυναν ἐναντίον ἄλλοτε τῆς τερατώδους καταπιέσεως πολιτικῶν καθεστώτων, τώρα δὲ ἐναντίον τῆς ἀσυστόλου ἐκμεταλλεύσεως τῶν λαῶν ἀπὸ τὸ ἀσύδοτο πολυεθνικὸ κεφάλαιο.

 

 4.-   Τὸ δεύτερο σκέλος τοῦ ἀνωτέρω ζεύγματος ἰδεῶν, ἡ ἐνατένισι πρὸς τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, δὲν ἔχει καμμία σχέσι πρὸς τὴν ἐπιχειρουμένην σύγχρονον παγκοσμιοποίησιν. Διότι ἐκείνη μὲν ἔχει καθολικὴ διάστασι, καλύπτουσα τὴν συνολικὴ τοῦ ἀνθρώπου παρουσία στὴν ἐφήμερη αὐτὴ ζωή, ὄχι μόνον τὴν φυσική, ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ καὶ ψυχική, κάθε ὑπόστασί του. Ἐνῷ ἡ παγκοσμιοποίησις μὲ τὰ περὶ ἀκράτου, δηλαδὴ ἀσυδότου, φιλελευθερισμοῦ καὶ ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης στὴν ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία κηρύγματά της, περιορίζεται οὐσιαστικῶς σὲ διάστασι μόνον οἰκονομικήν, ὑλικήν, ποὺ ἀναγκαίως ἀποπνίγει αὐτὴν τὴν οὐσία τῆς ἀνθρωπίνης παρουσίας. Ἂς σκεφθοῦμε π.χ., ὅτι ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἰσορροπημένη ἀνάπτυξι δεδομένης οἰκονομίας προϋποθέτει πρὸς ἐπιτυχίαν της, ὅπως κοινῶς διδάσκεται ἀπὸ τοὺς δημοσιονόμους, ἐνδεχομένως καὶ εὐθεῖαν ἐπέμβασι καὶ τοῦ Κράτους, μὲ τὴν φορολογική του πολιτική, ἀλλὰ καὶ τὴν πολιτικὴ δαπανῶν, ἰδίως πρὸς ἐνίσχυσι τῶν ἀπορωτέρων καὶ ἀναδιανομὴ τοῦ ἐθνικοῦ εἰσοδήματος. Καὶ ἐν τούτοις ἡ παγκοσμιοποίησις ὑπαγορεύει καὶ θεσμικῶς ἐπιβάλλει μὲ κυρώσεις τὴν ἀποχὴ τοῦ Κράτους ἀπὸ κάθε ἐπέμβασι. Βλέπετε, π.χ. τὴν πρόσφατη περίπτωσι τῶν ἀναμενομένων οἰκονομικῶν κυρώσεων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως σὲ βάρος τῆς χώρας μας γιὰ τὴν παρασχεθεῖσα κρατικὴ στήριξι τῆς Ὀλυμπιακῆς Ἀεροπορίας, ἤδη Ὀλυμπιακῶν Ἀερογραμμῶν. Καὶ ἕπεται συνέχεια. Δηλαδή, ὁ παραλογισμός, ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπαγόρευσι στὴν ἐθνικὴ κοινότητα νὰ συνδράμῃ χρήζοντα βοηθείας μέλη της, μὲ συνακόλουθες σὲ ἀντίθετη περίπτωσι τὶς κυρώσεις !

 

5.-   Ἐπανέρχομαι, μετὰ τὴν  ἀναγκαίαν αὐτὴν ἐπὶ εἰδικωτέρων θεμάτων παρέκβασι, στὴν ἀδιαμφισβήτητη ἱστορικὴν ἀλήθειαν : χάρις σὲ Μακεδόνες, τὴν ἐκπολιτιστικὴν ἐκστρατείαν τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς διεδόθη καὶ ἀπετέλεσε τὴν κρηπίδα τοῦ συγχρόνου δυτικοῦ τοὐλάχιστον πολιτισμοῦ. Αὐτὸ ὑπῆρξε καὶ τὸ μεγαλύτερον ἀνὰ τὶς χιλιετηρίδες ἐπίτευγμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐκ τούτου καὶ ἡ ἑλληνιστική, ὅπως καθολικῶς ὀνομάζεται στὴν Ἱστορία, περίοδος τῶν ἕξη αἰώνων, ἀπὸ τὸν 3ο π.Χρ. μέχρι καὶ τὸν 3ο μ. Χρ. αἰῶνα, ἀποτελεῖ τὴν ἐνδοξότερη περίοδο τῆς Ἑλληνικῆς μας Ἱστορίας. Τὴν ὁποία καὶ ἐπιδιώκουν νὰ διαγράψουν ἀλλογενεῖς, ἐμφανισθέντες στὴν Βαλκανικὴ μόλις κατὰ τὸ τέλος τοῦ 6ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 7ου μ. Χρ. αἰῶνος, μὲ οἰκειοποίησί της διὰ πρωτοφανοῦς πλαστογραφήσεως τῆς Ἱστορίας, ἐμμανῶς βοηθούμενοι σ' αὐτὸ ἀπὸ ἄλλους μεγάλους καὶ ἰσχυροὺς ἐπιβούλους, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ ἰδικά των γεωπολιτικὰ συμφέροντα καὶ ἰδικές των ἐπιδιώξεις στὴν γεωγραφικήν μας περιοχήν. Συνακόλουθη λοιπὸν ἡ συνέπεια : ἡ ἄμυνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι δεδομένη. Οὐδεὶς Ἕλλην θὰ στέρξῃ ποτὲ σὲ ἀπεμπόλησι τῆς Μακεδονίας, τοῦ ἑλληνικοῦ ὀνόματος καὶ τῆς μόνον ἑλληνικῆς ἀνὰ τὶς χιλιετηρίδες Ἱστορίας της.

 

6.-  Ἐπαφίεμαι, Κυρίες καὶ Κύριοι, στὴν φιλάγαθη διάθεσί σας γιὰ τὴν σημειωθεῖσα γενικώτερη ἀνάπτυξι. Ἄλλοι θὰ ὁμιλήσουν μὲ γνῶσι καὶ προσηκόντως εἰδικώτερον. Προσωπικῶς ἐπεδίωξα νὰ ἐμφανίσω τὴν ἔκδοσι τοῦ περιοδικοῦ Ἁρμενόπουλος ὄχι ὡς ἕνα περιστασιακοῦ χαρακτῆρος γεγονός, ἀλλὰ ὡς ἐντασσομένη στὴν πάντοτε, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ζῶσα καὶ ἀναδεικνυομένη πνευματικότητα τῆς ἀγαπημένης Θεσσαλονίκης μας καὶ τοῦ λαοῦ της.

 

Συγχαίρω ἐγκαρδίως τὸν Δικηγορικὸν Σύλλογον Θεσσαλονίκης γιὰ τὴν πνευματικήν του αὐτὴν προσφοράν, ἡ ὁποία μάλιστα ἄρχισε τὸ 1946, σχεδὸν τὴν ἐπαύριο τῆς λαίλαπος τοῦ β΄παγκοσμίου πολέμου καὶ μάλιστα, αὐτὸ δὲν θὰ πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε, σὲ χρόνους ἰδιαιτέρως χαλεποὺς γιὰ τὴν Πατρίδα μας καὶ τὴν ἐθνική μας κοινότητα. Ὅπως καὶ ὅτι στὴν πορείαν της προσετέθη, ἐδῶ καὶ 26 ἐφέτος χρόνια, τὸ λαμπρὸν παράρτημα, ἡ ἐτησία Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα μὲ τὸν αὐτὸν τίτλον «Ἁρμενόπουλος». Καὶ εὔχομαι τὸ ἀπὸ ὅλον τὸν νομικὸν κόσμον τῆς Πατρίδος μας ποθούμενον : τὴν ἀπρόσκοπτη μὲ τὸν ἴδιο παλμὸ συνέχισιν ἐπὶ ἔτη μακρά, εἰς τὸ διηνεκές, τῆς προκειμένης πνευματικῆς καρποφορίας, ὑψηλόφρονος δείγματος δικαιικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Μακεδονίας μας.

 

Σᾶς εὐχαριστῶ

 

Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης