ΧΡΗΣΤΟΥ
Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ
*******
ΣΚΕΨΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΟ
ΔΕΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΦΙΚΤΟΝ
Γενικὴ
Εἰσήγησις
εἰς Ἡμερίδα περὶ Ἀναθεωρήσεως
τοῦ Συντάγματος,
ὀργανωθεῖσαν
ὑπὸ τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Ροδόπης
( Κομοτηνή, 22α Μαρτίου 2006)
*******
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ |
1.-
Ἀναθεώρησις μόνον συντρεχούσης ἐπαρκοῦς
αἰτίας. |
2.- Ἀναθεώρησις μόνον
ὑπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ
ἄρθρου 110 τοῦ Συντάγματος |
3.- Τὸ δέον καὶ τὸ ἐφικτόν. |
|
Β) ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤ'
ΙΔΙΑΝ ΘΕΜΑΤΩΝ |
5.- Τὸ
Προοίμιον τοῦ Συντάγματος. |
6 .-
Σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας. |
|
Α) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ |
|
Β)
ΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΘΕΣΕΙΣ |
|
|
(α) Ἡ θέσις
τῆς Ἐκκλησίας |
|
(β) Ἡ
περὶ «χωρισμοῦ» Κράτους καὶ Ἐκκλησίας θέσις. |
|
(γ) Ἡ ὑφισταμένη
ρύθμισις. |
|
|
Γ) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ |
|
|
(1ον) Ἐπικρατοῦσα
θρησκεία. Διάταξις διατηρητέα μὲ
βελτίωσιν τῆς διατυπώσεως. |
|
(2ον) Προσθετέα διάταξις
περὶ ἀπαγορεύσεως χρησιμοποιήσεως
ὑπὸ κομμάτων ὀνομασίας
καὶ συμβόλων ἐπικρατούσης
θρησκείας. |
|
(3ον)
Καταργητέα ἡ διάταξις περὶ
τηρητέων ἐκκλησιαστικῶν κανόνων.
|
|
(4ον)
Διατηρητέον τὸ αὐτοκέφαλον
τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐπέκτασίν
του ἐπὶ ὅλης τῆς
Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας. |
|
|
7.-
Ἡ ἀπονομὴ τῆς Δικαιοσύνης. |
|
Α) Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΗΣ
ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ |
|
|
(α)
Ὁ ἰσχύων τρόπος ἐπιλογῆς. |
|
(β) Ἡ προτεινομένη ρύθμισις. |
|
(γ)
Προϊστάμενοι τῶν Δικαστηρίων
καὶ δικαστικὸς «συνδικαλισμός». |
|
|
Β) Η ΙΔΡΥΣΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ |
|
|
(α)
Τὸ ἰσχῦον καθεστώς. |
|
(β)
Ἀπευκταία ἡ ἵδρυσις
Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου. |
|
|
8.- Τὰ Ἰδιωτικὰ
Πανεπιστήμια. |
9.-
Ἡ ἄσκησις τῆς νομοθετικῆς
λειτουργίας. |
|
Α) Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΙΣ
ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΙΝ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ |
|
Β)
Η ΙΔΡΥΣΙΣ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣ |
|
10.- Αἱ «Ἀνεξάρτητοι
Διοικητικαὶ Ἀρχαί». Ὁ περὶ
αὐτῶν προβληματισμός. |
^*^*^*^
Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1.- Ἀναθεώρησις μόνον συντρεχούσης ἐπαρκοῦς
αἰτίας.
....... Ὅπως καὶ
ὁ περιφανὴς γάλλος δικαστής, λόγιος καὶ
πολιτικὸς φιλόσοφος Κάρολος Μοντεσκιὲ (1689-1755) ἐπιγραμματικὼς
εἰς τὸ κλασσικὸν ἔργον του « Περὶ τοῦ πνεύματος τῶν νόμων » ἐτόνισεν, «Il ne faut point faire de changement dans une loi sans une raison suffisante» («δὲν
πρέπει καθόλου νὰ μεταβάλλεται ἕνας νόμος
χωρὶς ἐπαρκῆ αἰτίαν») [ βλέπε MONTESQUIEU, De l ’ Esprit des< lois , par Gonzague Truc , ἔκδοσις Garnier , Παρίσι, 1961, τόμος Β΄, σελ. 291 ].
Κατὰ μείζονα λόγον τὸ
Σύνταγμα, τὸ ὁποῖον ἐπὶ
μακρὸν δεσμεύει τὴν ἐθνικὴν ζωήν,
ἀφοῦ κατὰ τὸ ἄρθρον 110 § 1 τοῦ Συντάγματός
μας νέα ἀναθεώρησις δὲν ἐπιτρέπεται
πρὸ τῆς παρόδου πενταετίας
ἀπὸ τῆς προηγουμένης.
Ἑπομένως
καὶ ἡ ἤδη προωθουμένη ἢ προτεινομένη
μεταρρύθμισις τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματός μας
πρέπει νὰ ἐξετασθῇ πρωτίστως ὑπὸ τὸ πρῖσμα
τῆς ἀναγκαιότητός της, ἐὰν δηλαδὴ
ὄντως ὑπάρχουν εἰς τὸ Σύνταγμα
ρυθμίσεις ἀποτυχοῦσαι ἢ ἔστω ἁπλῶς
χρήζουσαι βελτιώσεως, ὥστε νὰ ἐπιβάλλεται
ἡ ἀντικατάστασίς των.
2.- Ἀναθεώρησις
μόνον ὑπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ
ἄρθρου 110 τοῦ Συντάγματος.
Καὶ βεβαίως
οἱαδήποτε ἀναθεώρησις τοῦ Συντάγματος
τελεῖ ὑπὸ
τοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἄρθρου 110 § 1 αὐτοῦ. Ἔτσι ἀποκλείεται ἡ ἀναθεώρησις,
μεταξὺ ἄλλων, τῶν διατάξεων, ποὺ καθορίζουν
τὴν βάσιν καὶ τὴν μορφὴν τοῦ
πολιτεύματος ὡς Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικῆς
Δημοκρατίας.
3.- Τὸ δέον καὶ τὸ ἐφικτόν.
Ὁ
ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως προβληματισμὸς
πρέπει νὰ κινηθῇ ὅχι μόνον εἰς
τὸ πλαίσιον τοῦ δέοντος, ἀλλὰ
καὶ τοῦ ἐφικτοῦ.
Ἡ
προσέγγισις, ὅτι ἐπιβάλλεται ὁ ἀναθεωρητικὸς
νομοθέτης νὰ θεσμοθετήσῃ τὸ δέον, ἀδιαφορῶν
διὰ τὴν πάντοτε ἐνέχουσαν λύσιν συμβιβασμοῦ
σκοπιμότητα τοῦ οἱουδήποτε ἐφικτοῦ,
παρὰ τὴν ἐμφανῆ καθαρότητά της, κοινωνικῶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος.
Β) ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤ’ΙΔΙΑΝ
ΘΕΜΑΤΩΝ
5.- Τὸ Προοίμιον τοῦ Συντάγματος.
Ἐν ἀρχῇ τοῦ ἰσχύοντος
Συντάγματος ὑπάρχει ἡ ἐπίκλησις «Εἰς
τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου
καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Πρόκειται περὶ παραδοσιακῆς ἀναφορᾶς,
ἀπαντώσης ἤδη εἰς τὰ τρία πρῶτα Συντάγματα
τῆς Ἐπαναστατικῆς περιόδου, δηλαδὴ
τῶν Ἐθνικῶν Συνελεύσεων Α΄ τῆς
Ἐπιδαύρου
(1ης Ἰανουαρίου 1822), Β΄ τοῦ Ἄστρους (13ης Ἀπριλίου 1823) καὶ
Γ΄ τῆς Τροιζῆνος
(1ης
Μαΐου 1827), ὡς καὶ εἰς ὅλα
τὰ μεταγενέστερως ἰσχύσαντα μέχρι καὶ
τοῦ σημερινοῦ, μὲ τὴν ἐξαίρεσιν
τοῦ Ἡγεμονικοῦ,
καλουμένου, Συντάγματος
τοῦ 1832 (Ε΄ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως) καὶ
τοῦ δημοκρατικοῦ τοῦ 1927.
Σημειωτέον, ὅτι
ἡ ἐπίκλησις αὐτὴ ἐπεχειρήθη
νὰ ἀφαιρεθῇ ὁλοσχερῶς κατὰ
τὴν κατάρτισιν τοῦ «Συντάγματος» τῆς δικτατορίας
τοῦ 1968 μὲ πρότασιν αὐτοῦ τοῦ
δικτάτορος Γεωργίου Παπαδοπούλου, ὅπως προκύπτῃ
ἀπὸ τὰ ἐπισήμως δημοσιευθέντα
τὸ 1971 «Πρακτικὰ συζητήσεως ἐπὶ τοῦ
Συντάγματος 1968» τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου
(σελ. 665), ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ἡ
πρότασίς του δὲν εὗρεν ἀποδοχήν (αὐτὸ
δὲν προκύπτει ἀπὸ τὰ πρακτικά),
πάντως τελικῶς ἡ ἐπίκλησις διετηρήθη
εἰς τὰ «συνταγματικὰ» τῆς δικτατορίας
κείμενα.
Ἀλλὰ
Ἕλληνες πολῖται εἶναι καὶ ἀλλόθρησκοι,
μὴ πιστεύοντες εἰς τὸ περὶ τῆς
Ἁγίας
καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος
δόγμα τοῦ
Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι δι’ αὐτοὺς
τὸ Προοίμιον τοῦ Συντάγματος οὐδεμίαν
ἐκφράζει δέσμευσιν συνειδήσεως. Καὶ ἐὰν
τοιοῦτο Προοίμιον ἦτο ἀναγκαῖον
διὰ τὴν ἐπαναστατικὴν περίοδον,
κατὰ τὴν ὁποίαν μόνον Ὀρθόδοξοι
Ἕλληνες ἐξηγέρθησαν κατὰ τοῦ ἀλλοθρήσκου
Ὀθωμανοῦ δυνάστου καὶ κανεὶς ἄλλος
ἐκ τῶν κατοικούντων εἰς τὴν χώραν
μας (οὔτε οἱ Καθολικοί, οὔτε οἱ
Ἑβραῖοι, οὔτε βεβαίως οἱ Μουσουλμάνοι),
ὅπως καὶ διὰ τὴν ἀκολουθήσασαν
περίοδον τῶν περαιτέρω ἀπελευθερωτικῶν
ἀγώνων τοῦ Ἔθνους, τώρα λόγῳ μεταβολῆς
τῶν κοινωνικῶν δεδομένων ἐπιβάλλεται,
νὰ ἀκολουθήσωμεν
μέσην ὁδόν : τὸν περιορισμὸν
τοῦ Προοιμίου εἰς ἐπίκλησιν μόνον τοῦ
θείου ἀορίστως, ὅπως γίνεται εἰς τὸ Σύνταγμα τῆς Ὁμοσπονδιακῆς
Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας τῆς 23.5.1949, ἀκριβῶς
διὰ νὰ καλύπτωνται ὅλοι οἱ Ἕλληνες
πολῖται ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος.
6.- Σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας.
Α) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Ἀπὸ
πολλῶν πλευρῶν, ὄχι τῆς Κυβερνήσεως,
διατυποῦται καὶ μάλιστα ὡς πρωταρχικὴ
ἡ ἀξίωσις «χωρισμοῦ»
Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, δι’ ἀναθεωρήσεως
τῶν σχετικῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Τὸ θέμα ἀπαιτεῖ ἰδιαιτέραν ἀπὸ
πολλῶν πλευρῶν προσοχήν. Αὐτὴν
ἐπιβάλλουν ἡ ἀπὸ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ
ἀγῶνος τοῦ 1821 καὶ ἐντεῦθεν
συνταγματική μας παράδοσις∙
καὶ τὸ
κατὰ συντριπτικὴν πλειονοψηφίαν ὁμόθρησκον
τῶν Ἑλλήνων.
Προοιμιακῶς πρέπει νὰ
τονισθῇ, ὅτι ἡ προκειμένη διαμάχη ἀναφέρεται εἰς
τὰς σχέσεις τοῦ Κράτους μετὰ τῆς
Ὀρθοδόξου μόνον Ἐκκλησίας, εἰς τὴν
ρύθμισιν τῶν ὁποίων καὶ μόνον περιορίζεται
τὸ ἄρθρον 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος.
Β) ΑΙ
ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΘΕΣΕΙΣ
Αἱ
ἐπὶ τῶν σχέσεων μεταξὺ Κράτους
καὶ Ἐκκλησίας ἑκατέρωθεν θέσεις ἐσφαλμένως μᾶλλον
τίθενται. Οὕτω :
(α) Ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας.
(β) Ἡ περὶ «χωρισμοῦ» Κράτους καὶ Ἐκκλησίας θέσις.
Ὅπως καὶ ἡ ἀπὸ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἀξίωσις ἐπιβολῆς
διὰ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος
τοῦ «χωρισμοῦ» Κράτους καὶ Ἐκκλησίας,
ὑπερβαίνει τὸ σκοπούμενον, ἀφοῦ
αἱ Συνταγματικαὶ μὲν ἐπὶ
τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ρυθμίσεις,
ὅπως θὰ καταδειχθῇ, οὐδὲν
πρόβλημα προσβολῆς οἱασδήποτε δημοκρατικῆς
ἀρχῆς δημιουργοῦν, ὡς πρὸς
τὰς νομοθετικὰς δέ, ἡ
Πολιτεία ὡς νόμῳ κρατοῦσα,
κατὰ τὸ ἰσχῦον Σύνταγμά
μας, ἠμπορεῖ νὰ προέλθῃ εἰς
οἱασδήποτε ἐπιθυμητὰς μεταβολὰς
ἐπὶ τῶν σχέσεών της μὲ τὴν
Ἐκκλησίαν δι’ ἁπλοῦ νόμου χωρὶς
συνταγματικὴν μεταρρύθμισιν, τηροῦσα βεβαίως σχετικὰς συνταγματικὰς διατάξεις, ὅπως
τοῦ ἄρθρου 18 § 8, ὡς πρὸς τὸ
ἀναπαλλοτρίωτον τῆς ἀγροτικῆς
ἰδιοκτησίας συγκεκριμένων Μονῶν, καὶ
πάσης ἐν γένει περιουσίας εἰς τὴν Ἑλλάδα
τῶν Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας
καὶ Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Σινᾶ, ἢ τοῦ ἄρθρου
105, ὡς πρὸς τὸ καθεστὼς τοῦ
Ἁγίου Ὄρους.
(γ) Ἡ ὑφισταμένη ρύθμισις.
Τὸ
περὶ τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας
ἄρθρον
3 τοῦ
ἰσχύοντος Συντάγματος διακηρύσσει τὴν Ὀρθόδοξον
ὡς ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ
τὸ αὐτοκέφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ
καθορίζει τὴν διοίκησιν καὶ τοὺς ὑπ’ αὐτῆς
τηρητέους Ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας.
Περαιτέρω ἄλλαι διατάξεις
τοῦ Συντάγματος, καὶ τὴν ἐλευθερίαν κάθε γνωστῆς θρησκείας καὶ τὸ
ἀνεμπόδιστον τῆς λατρείας της καὶ τὸ ἀπαραβίαστον
τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως (ἄρθρον
13), καὶ τὴν
ἀπαγόρευσιν τῶν διακρίσεων λόγῳ θρησκευτικῶν
πεποιθήσεων ( ἄρθρον 5 § 2 ) θεσπίζουν∙ ἐνῷ διὰ τοῦ ἄρθρου 14 § 3 ἑνιαίως ἀντιμετωπίζεται
ἡ δυνατότης κατασχέσεως ἐφημερίδων καὶ
ἄλλων ἐντύπων ἐπὶ προσβολῆς
ὄχι μόνον τῆς χριστιανικῆς, ἀλλὰ
καὶ κάθε ἄλλης
γνωστῆς θρησκείας. Τέλος τὸ ἄρθρον
59, περὶ θρησκευτικοῦ ὅρκου τῶν βουλευτῶν,
ὁρίζει τὸν τύπον του μόνον διὰ τοὺς
Ὀρθοδόξους, ἐνῷ διὰ τοὺς
ἀλλοθρήσκους ἢ ἑτεροδόξους βουλευτὰς
προβλέπει, ὅτι αὐτὸς δίδεται κατὰ
τὸν τύπον τῆς ἰδικῆς των θρησκείας
ἢ τοῦ ἰδικοῦ των δόγματος.
Μὲ τὰς εἰδικωτέρας συνταγματικὰς
αὐτὰς ρυθμίσεις καὶ ἡ χώρα μας
ἀποστέργει τὴν τυφλὴν Θεοκρατίαν καὶ
τὸν θρησκευτικὸν φανατισμόν,
συντονίζουσα τὸν ἐθνικόν μας βηματισμὸν
πρὸς αὐτὸν ὅλων τῶν ἄλλων
πολιτισμένων καὶ δημοκρατικῶν χωρῶν
τῆς οἰκουμένης.
Γ) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ἤδη ἐπὶ τροχάδην διεξερχόμενοι τοὺς περὶ
τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ὁρισμούς,
ὡς ἀνωτέρω, τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος παρατηροῦμεν τὰ ἀκόλουθα :
(1ον) Ὁ
χαρακτηρισμὸς τῆς θρησκειας τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
ὡς ἐπικρατούσης
θρησκείας εἰς
τὴν χώραν μας ἐκφράζει
μίαν πασίδηλον κοινωνικὴν πραγματικότητα. Δὲν
ἔχει τὴν ἔννοιαν, ὅτι ἡ
Ὀρθόδοξος θρησκεία ὑπερέχει τῶν ἄλλων
ἢ ἀσκεῖ ἐξουσίαν τινὰ ἐπὶ
τῶν ἄλλων εἰς τὴν Ἑλλάδα
θρησκευμάτων. Ἁπλῶς
σημαίνει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος θρησκεία εἶναι
ἡ ἐπίσημος θρησκεία τοῦ Ἑλληνικοῦ
Κράτους, ἡ
κρατική μας θρησκεία. Καὶ
δὲν πρόκειται περὶ καινοφανοῦς ρυθμίσεως.
Καὶ εἰς τὴν Μεγάλην Βρεταννίαν ἡ Ἐκκλησία
εἶναι κρατική∙ καὶ
εἰς τὴν Δανίαν κατὰ
τὸ Σύνταγμά της τῆς 5.6.1953
ἡ Εὐαγγελικὴ Λουθηρανὴ
Ἐκκλησία ρητῶς
ἀναγορεύεται εἰς «Ἐθνικὴν
Δανικὴν Ἐκκλησίαν»
(ἄρθρον 4), καὶ ὁ Βασιλεὺς ρητῶς
ἐπιτάσσεται ὅτι ὀφείλει νὰ ἀνήκῃ
εἰς αὐτήν (ἄρθρον 6). Καὶ φυσικὰ
οὐδεὶς σοβαρὸς ἐπιστήμων ὑπεστήριξε
ποτέ, ὅτι τοιοῦτοι ὁρισμοὶ ἀντίκεινται
εἰς οἱανδήποτε δημοκρατικὴν ἀρχήν.
Αἱ συνέπειαι τῆς καθιερώσεως τῆς Ὀρθοδόξου
ὡς ἐπικρατούσης
θρησκείας, ἐκ
τοῦ Συντάγματος μὲν εἶναι,
ὅτι ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας πρέπει
νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἀφοῦ,
κατὰ τὸ ἄρθρον 33 § 2, ὁ τύπος τοῦ ὅρκου του ὁρίζεται
κατὰ τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα, ρύθμισις ἄψογος,
μὴ προσβάλλουσα καμμίαν δημοκρατικὴν ἀρχήν,
ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι καὶ
τὸ θρήσκευμα τῆς συντριπτικῆς πλειονοψηφίας
τῶν Ἑλλήνων, ἀκολουθουμένη δὲ
καὶ εἰς ἄλλας χώρας, ὅπως π.χ.
τὴν Δανίαν, ὅπου κατὰ τὸ Σύνταγμά
της, ὡς ἐλέχθη, ὁ Βασιλεὺς ὀφείλει
νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Λουθηρανὴν
Ἐκκλησίαν (ἄρθρον
6), τὴν ἀναγορευομένην εἰς «Ἐθνικὴν
Δανικὴν Ἐκκλησίαν» (ἄρθρον 4).
Τὰ ἐκ τῆς κοινῆς δὲ νομοθεσίας
διάφορα «προνόμια»
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν δημιουργοῦν
συνταγματικὸν πρόβλημα, ἐκ τῆς φύσεώς
των δυνάμενα δι’ἁπλοῦ νόμου ἑκάστοτε
νὰ ρυθμίζωνται.
(2ον) Ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία
εἶναι ἡ, ἀκολουθουμένη ὑπὸ
τῆς συντριπτικῆς πλειονοψηφίας τοῦ λαοῦ,
ἐπίσημος τοῦ Κράτους μας θρησκεία, δὲν
νοεῖται ἡ ὀνομασία καὶ τὰ σύμβολά της
νὰ γίνωνται ἀντικείμενον ἰδιωφελοῦς
σφετερισμοῦ καὶ ἐκμεταλλεύσεως ἀπὸ
κανένα, καὶ μάλιστα ἀπὸ πολιτικὰ
κόμματα.
Ἑπομένως, ἐπιβάλλεται
καὶ παρ’ ἡμῖν ἡ θέσπισις συνταγματικῆς ἀπαγορεύσεως, παρομοίας πρὸς αὐτὴν τοῦ ἄρθρου 51 § 3 τοῦ Συντάγματος τῆς Πορτογαλίας
τῆς
2.4.1976, κατὰ τὸ ὁποῖον τὰ
πολιτικὰ κόμματα δὲν ἠμποροῦν
νὰ χρησιμοποιοῦν ὀνομασίαν περιέχουσαν
ἐκφράσεις ἀνακαλούσας εὐθέως θρησκείας
ἢ ἐκκλησίας
ἢ ἐμβλήματα δυνάμενα νὰ προσομοιωθοῦν
πρὸς σύμβολα ἐθνικὰ ἢ θρησκευτικά.
Ἡ λύσις εἶναι ὀρθή, ὀρθότερον ὅμως θὰ ἦτο, ἐὰν ἡ
διάταξις ρητῶς περιωρίζετο εἰς τοὺς «περὶ
τὸ δόγμα καὶ τὴν λατρείαν»
ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς
κανόνας.
Πάντως ἐπιβάλλεται τώρα ἡ
κατάργησις τῆς διατάξεως
αὐτῆς. Διότι δὲν ἐπιτρέπεται
τὸ Σύνταγμα νὰ διαλαμβάνῃ ὁρισμοὺς
περὶ τῶν τηρητέων Ἐκκλησιαστικῶν
κανόνων ὑπὸ τῆς, ἔστω καὶ
ἐπικρατούσης εἰς τὸ Κράτος, Ἐκκλησίας.
Κἂτι τέτοιο εἶναι ἀσύμβατον πρὸς
αὐτὴν τὴν ἔννοιαν καὶ τὸ
περιεχόμενον τοῦ Συντάγματος καὶ μάλιστα χώρας
δημοκρατικῆς. Αὐτὸ θὰ ἐδικαιολογεῖτο
ἴσως κατὰ τὸ παρελθόν, ἐκ τῆς
ἀνάγκης πατάξεως ἀναφαινομένων ἐκκλησιαστικῶν
αἱρέσεων, ἱκανῶν μὲ τὸν
καλλιεργούμενον θρησκευτικὸν φανατισμὸν νὰ
διαταράξουν τὴν κοινωνικὴν γαλήνην καὶ
ἀκόμη νὰ πλήξουν καὶ τὴν ἐθνικὴν
ἑνότητα. Ἀλλὰ τοιοῦτο ἐνδεχόμενον
εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας
ἀπὸ μακροτάτου ἤδη χρόνου δὲν
ὑπάρχει.
Ἄλλως τε
ἡ διακήρυξις
τοῦ αὐτοκεφάλου ἦτο καὶ ἐκκλησιαστικῶς
ἀπολύτως σύννομος, σύμφωνος πρὸς τοὺς
Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας
: ἰδίως πρὸς τὸν ιζ΄
Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
κατὰ τὸν ὁποῖον «εἴ τις ἐκ βασιλικῆς
ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις ἢ αὖθις
καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις
τύποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν
παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθεῖται»∙ ὅπως
καὶ πρὸς
ἐκεῖνον τοῦ
Μεγάλου Πατριάρχου Φωτίου, εἰς τὴν κατὰ τὸ ἔτος
861, ἐπ’εὐκαιρίᾳ
τῆς εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον
Κωνσταντινουπόλεως ἀναρρήσεώς του, ἀπάντησίν
του πρὸς τὸν Πάπαν τῆς
Ρώμης Νικόλαον Α΄,
κατὰ τὴν ὁποίαν
«τὰ
ἐκκλησιαστικὰ καὶ μάλιστά γε τὰ
περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς
πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καὶ διοικήσεσι
συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν»,
ὅτι δηλαδὴ τὰ
ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβάλλονται μὲ τὰς
ἐδαφικὰς μεταβολὰς τῶν κρατῶν.Πρᾶγμα, ἄλλωστε, τὸ
ὁποῖον καὶ
ἀπετέλει τὴν ἐπὶ αἰῶνας
κρατοῦσαν ἐκκλησιαστικὴν πρακτικήν.
Μὲ τὴν
ὁποίαν καὶ ὑπήχθη χάρις εἰς
τὴν Εἰκονομαχίαν τὸ «Ἰλλυρικόν», δηλαδὴ
ἡ Βαλκανικὴ χερσόνησος, εἰς
τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῷ προηγουμένως ἀνῆκεν
εἰς τὴν Παπικὴν
Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, καὶ ἀνέκυψαν
καὶ αἱ κατὰ κράτη αὐτοκέφαλοι
Ἐκκλησίαι καὶ ἔχομεν αὐτοδιοικούμενα
τὰ Πατριαρχεῖα Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Ἰβηρίας (Γεωργίας), Βουλγαρίας καὶ
τὰς Ἀρχιεπισκοπὰς Κύπρου (αὐτοκέφαλον ἤδη διὰ τοῦ Η΄ κανόνος
τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ
431, ἤτοι κατὰ 1500 καὶ πλέον χρόνια
πρὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Κυπριακοῦ
κράτους !), Ἑλλάδος, Πολωνίας καὶ Ἀλβανίας.
Ἐν τούτοις μόνον ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἐπέδειξεν
ἔκτοτε σχεδὸν ἀδιαφορίαν εἰς τὴν
συνεπῆ τήρησιν τοῦ αὐτοκεφάλου.
Ὥστε αἱ περαιτέρω ἀπελευθερωθεῖσαι
Ἑλληνικαὶ χῶραι παρέμειναν ὑπὸ
τὸ πρότερον ἐκκλησιαστικὸν καθεστώς.
Καὶ ἔχομεν ἔτσι τώρα τετραμερῆ
τῆς κρατικῆς μας Ἐκκλησίας χωρισμόν,
μὲ (1) τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος,
καλύπτουσαν διοικητικῶς τὰς Μητροπόλεις τῆς
κυρίως Ἑλλάδος πλήρως, (2) ἀλλὰ αὐτὰς
τῶν «Νέων
χωρῶν», δηλαδὴ
τῶν ἀπελευθερωθεισῶν μὲ τοὺς
βαλκανικοὺς πολέμους περιοχῶν τῆς Βορείου
Ἑλλάδος, μόνον «ἐπιτροπικῶς» κατὰ παραχώρησιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, (3) εἰς τὸ ὁποῖον
ἀνήκουν ἐπίσης αἱ Μητροπόλεις νήσων
τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, καὶ
(4) τὴν ἡμιαυτόνομον Ἐκκλησίαν τῆς
Κρήτης. Καὶ βεβαίως τὸ ἀρχαῖον
προνομιακὸν καθεστὼς τοῦ αὐτοδιοικήτου
Ἁγίου Ὄρους.
Ἐὰν ἐξαιρέσωμεν τὸ τελευταῖον
αὐτὸ ἀρχαιόθεν ὑφιστάμενον, ἡ
ἐν λόγῳ τετραμερὴς διοικητικὴ
διαίρεσις τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου διὰ
τὴν κρατικήν μας θρησκείαν ἀποτελεῖ
γεγονὸς
πρωτοφανὲς καὶ μοναδικὸν εἰς τὸν
ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθόδοξον
χῶρον !
Ἑπομένως ἐθνικὴ
ἀναγκαιότης, αὐτὴ τῆς κατὰ
πάντα ἑνότητος καὶ διοικητικῶς τῆς
Ἐκκλησίας μας ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ
χώρου καὶ τῆς ἐντεῦθεν ἐπὶ
πάντων συμπνοίας τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ,κατὰ
τοὺς σημερινοὺς μάλιστα σκοτεινοὺς καιροὺς
πολλαπλῶν εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς
καὶ ἐδαφικῆς μας άκεραιότητος ἐπιβουλῶν,
ἐπιβάλλει νὰ
διατηρηθῇ συνταγματικῶς τὸ αὐτοκέφαλον τῆς κρατικῆς μας Ἐκκλησίας καὶ
νὰ
ἀποκατασταθῇ διοικητικῶς πλήρως ἐπὶ
ὅλων τῶν Μητροπόλεων ὁλοκλήρου τῆς
Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας,
καταργουμένων συγχρόνως τῶν, εἰς τὸ αὐτὸ
ἄρθρον
3 τοῦ Συντάγματος διὰ
τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας ἀναφορῶν ἀφ’ ἑνὸς
εἰς
τὰ νομικῶς μὴ ἀπαραίτητα κείμενα
τοῦ «Πατριαρχικοῦ Τόμου
τῆς
κθ΄(29) Ἰουνίου 1850 καὶ τῆς Συνοδικῆς
Πράξεως τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928»,
καὶ ἀφ’ ἑτέρου τῆς §2 αὐτοῦ.
Βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ Κράτους
εἶναι ἡ ἀπονομὴ τῆς Δικαιοσύνης.
«Ἐν
δὲ τῇ δικαιοσύνῃ πᾶσα ἀρετή
ἐστι» διεκήρυξεν ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ σκέψις
ἤδη ἀπὸ τοῦ
6ου π.Χρ. αίῶνος διὰ στόματος
τοῦ ποιητοῦ Θεόγνιδος.
Ἡ
πραγμάτωσις τῆς πάσης αὐτῆς ἀρετῆς,
δηλαδὴ ἡ ὀρθὴ ἀπονομὴ
τῆς Δικαιοσύνης προϋποθέτει τὴν ἀνεξαρτησίαν
τῶν λειτουργῶν της καὶ φυσικὰ
τὴν περιεσκεμμένην καθίδρυσιν δικαστικῶν ὀργάνων
καὶ θέσπισιν τῆς ἁρμοδιότητός των. Ἐκ
τοῦ συνόλου τοῦ σχετικοῦ προβληματισμοῦ
θὰ περιορισθῶ εἰς δύο μόνον μερικώτερα
σημεῖα.
Α) Η ΕΚΛΟΓΗ
ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
(α) Ὁ ἰσχύων τρόπος ἐπιλογῆς.
Ἡ Ἑλλὰς εὑρίσκεται εἰς
τὴν πρωτοπορίαν, ἴσως καὶ ἐνωρίτερον
ὅλων τῶν ἄλλων, δημοκρατικῶν κρατῶν,
τῆς συνταγματικῆς
καθιερώσεως τῆς
ἀνεξαρτησίας τῆς Δικαιοσύνης διὰ θεσπίσεως
τοῦ αὐτοδιοικήτου αὐτῆς ἤδη
διὰ τοῦ ἄρθρου
90 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1911
ὑπὸ τὴν μεγαλουργὸν πνοὴν
τοῦ ὄντως Μεγάλου Ἐλευθερίου
Βενιζέλου μὲ
Ὑπουργὸν Δικαιοσύνης τὸν ἀνεπανάληπτον
ἀναμορφωτήν της ἀείμνηστον Νικόλαον
Δημητρακόπουλον.
Ἀλλὰ διὰ τῆς
§ 2
τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου ὡρίσθη,
ὅτι «Ἡ εἰς τὰς
θέσεις τοῦ Προέδρου, Ἀντιπροέδρου καὶ
Εἰσαγγελέως τοῦ Ἀρείου Πάγου προαγωγὴ
δὲν ὑπάγεται εἰς τὸ Ἀνώτατον
Δικαστικὸν Συμβούλιον». Αὐτὴ
συντελεῖται ἔκτοτε ὑπὸ τοῦ
Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καὶ ἡ ρύθμισις
παρέμεινεν ἀναλλοίωτος ὑπὸ ὅλα
τὰ μεταγενέστερα Συντάγματα. Καὶ εἰς
τὸ ἄρθρον
90 § 5 τοῦ
ἰσχύοντος Συντάγματος.
Κατὰ τὴν τελευταίαν ὅμως ἀναθεώρησιν
τοῦ 2001 προσετέθησαν εἰς τὴν
οὕτως ἐκλεγομένην ἡγεσίαν τῶν
Ἀνωτάτων Δικαστηρίων καὶ οἱ Γενικοὶ Ἐπίτροποι τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου καὶ τῶν Διοικητικῶν Δικαστηρίων. Καὶ εἰς νέον ἐδάφιον τῆς
αὐτῆς § 5 τοῦ ἄρθρου 90 ὡρίσθη,
κατὰ λέξιν, ὅτι «Ἡ θητεία τοῦ Προέδρου
τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, τοῦ
Ἀρείου Πάγου καὶ τοῦ Ἐλεγκτικοῦ
Συνεδρίου, καθὼς καὶ τοῦ Εἰσαγγελέα
τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ τῶν Γενικῶν
Ἐπιτρόπων τῶν Διοικητικῶν Δικαστηρίων
καὶ τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου δὲν
μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλύτερη τῶν
τεσσάρων ἐτῶν ἀκόμη καὶ ἂν
ὁ δικαστικὸς λειτουργὸς, ποὺ κατέχει
τὴν θέση, δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ
τὸ ὅριο ἡλικίας. Ὁ τυχὸν
ὑπολειπόμενος μέχρι τὴν συμπλήρωση τοῦ
ὁρίου ἡλικίας χρόνος λογίζεται ὡς πραγματικὴ
συντάξιμη ὑπηρεσία, ὅπως νόμος ὁρίζει».Πρόκειται περὶ πρωτοφανοῦς ρυθμίσεως, παρομοία
τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει εἰς
κανὲν Σύνταγμα καμμιᾶς χώρας. Ἡ ὁποία καὶ
εἶναι ὄχι μόνον ἀμφιβόλου σκοπιμότητος,
ἀλλὰ καὶ βλαπτικὴ διὰ τὴν
Δικαιοσύνην.
Πράγματι, ἡ πολυχρόνιος παραμονὴ εἰς
ἀνωτάτας ἡγετικὰς θέσεις της δὲν
βλάπτει τὴν Δικαιοσύνην, ἀντιθέτως σπουδαίως
τὴν ὠφελεῖ.
Διότι προσθέτει εἰς τὴν ἐμπειρίαν,
ἡ δὲ «ἐμπειρία
τῆς ἀπειρίας κρατεῖ», κατὰ
τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο τοῦ Εὐριπίδου (παρὰ
Στοβαίῳ ΡΙΕ 6), ἐντεῦθεν καὶ ἡ μακροτέρα
ἐμπειρία ὑπερέχει τῆς συντομωτέρας.
Καὶ ἔχομεν ἐπὶ τοῦ προκειμένου
καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα μας ἐμφανέστατα
τοιαῦτα ἀγαθὰ προηγούμενα. Ὁ περιφανέστατος
Ἀντώνιος
Ζηλήμων, Ἀρεοπαγίτης
ἀπὸ τὸ1911,
προήχθη καὶ διετέλεσε Πρόεδρος τοῦ Ἀρείου
Πάγου ἀπὸ τὸ
1922 ἕως καὶ τὸ 1938, ἤτοι
ἐπὶ δέκα ἕξ (16) ὁλόκληρα ἔτη
καὶ ἄφισεν ὡς τοιοῦτος ἐποχὴν
ἀνεπανάληπτον [βλέπε σχετικῶς
Ἀνδρέου
Γ. ΓΑΖΗ, Γενικαὶ
Ἀρχαὶ τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου,
τεῦχος Α΄, 1970, § 3, ὑποσημ. 31, σελ. 24,- ὡς καὶ τὸν λαμπρὸν ἔπαινον
τοῦ Εἰσαγγελέως τοῦ Ἀρείου Πάγου
Λουκᾶ
Γ. ΓΙΔΟΠΟΥΛΟΥ ὑπὸ τὸν τίτλον «Ὁ
Δικαστής», δημοσιευθέντα «Ἀντὶ Προλόγου» εἰς
τὸν «Τιμητικὸν Τόμον ὑπὲρ
τοῦ Ἀντωνίου Ζηλήμονος, Προέδρου τοῦ Ἀρείου
Πάγου, Ἐπὶ τῇ ἀποχωρήσει αὐτοῦ
ἐκ τῆς ὑπηρεσίας», Ἀθῆναι, 1939,
σελ. 1 -9
].
Καὶ
κανεὶς βεβαίως δὲν εὑρέθη ποτέ, νὰ
ἀξιώσῃ ἀφρόνως τὸν περιορισμὸν
τῆς θητείας τῶν κεφαλῶν τῆς Δικαιοσύνης.
Διότι ποτὲ κανεὶς δὲν διεῖδε κίνδυνον
ἐκ τῆς μακροχρονίου παραμονῆς εἰς
τὰς θέσεις των. Κίνδυνος ἐνεργοτέρου συνεπείᾳ
αὐτῆς ἐπηρεασμοῦ τῶν συναδέλφων
ἢ ὑποδεεστέρας βαθμίδος Δικαστῶν δὲν
ὑπάρχει. Οἱ Δικασταὶ ὅλων τῶν
βαθμίδων, καὶ μάλιστα τῶν ἀνωτάτων,
δὲν διατελοῦν εἰς ὑποχρεοῦσαν
σχέσιν ἱεραρχικῆς ὑποταγῆς, ὥστε
νὰ ἐπηρεάζωνται καὶ δίδουν τὴν
ψῆφον των κατ’ἐπιταγὴν ἢ ἐπιρροὴν
ἄλλων, ἐὰν φυσικὰ δὲν εἶναι
οἱ ἴδιοι διεφθαρμένοι, ὁπότε ὅμως
ὁ θεσπισθεὶς χρονικὸς τῆς ἡγεσίας
των περιορισμὸς εἰς οὐδὲν ὠφελεῖ
!
Δὲν
γνωρίζω, ἐὰν ἡ κατὰ τὴν
τελευταίαν ἀναθεώρησιν τοῦ Συντάγματος θέσπισις
τοῦ ἀνωτέρω χρονικοῦ περιορισμοῦ
(τετραετίας) ἱκανοποίησε μικροκομ-ματικὰς
ἐπιθυμίας ἀπομακρύνσεως ἀνεπιθυμήτων
εἰς τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν προσώπων.
Ὅμως τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι αὐτονοήτως,
λόγῳ τῆς συντομεύσεως τῆς θητείας, ἔστω
μὲ τὰς ὀλίγας ἐμφανιζομένας περιπτώσεις
ἐφαρμογῆς, θὰ συνεπιφέρῃ τὴν
ἀντίστοιχον πλήθυνσιν τῶν περιπτώσεων ἐπεμβάσεων
τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας πρὸς κάλυψιν
τῶν οὕτω δημιουργουμένων εἰς τὴν
Δικαιοσύνην κενῶν. Δὲν ἀπομένει ἑπομένως
παρὰ μόνον ἡ ἐκδοχή, ὅτι αὐτὴ
ἦτο καὶ ἡ ἐπιδίωξις τῆς
θεσπίσεως, ἡ συχνοτέρα δηλαδὴ ἀνάμιξις τῆς πολιτικῆς
ἐξουσίας εἰς τὰ τῆς Δικαιοσύνης.
Ἀλλὰ ἡ ἀνάμιξις αὐτὴ εἶναι,
ποὺ ἐπιφέρει τὴν μείζονα κοινωνικὴν
κατακραυγὴν καὶ ὑποσκάπτει ἐπικινδύνως
τὸ κῦρος τῆς Δικαιοσύνης καὶ τὴν
ἐμπιστοσύνην τῶν πολιτῶν εἰς αὐτήν.
Δι’ αὐτὸ καὶ ἐπιβάλλεται ὁλόκληρον τὸ προκείμενον
ἁμαρτωλὸν ἐδάφιον κατὰ τὴν
προσεχῆ ἀναθεώρησιν τοῦ Συντάγματος
νὰ ἀπαλειφθῇ.
(β) Ἡ προτεινομένη ρύθμισις.
Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ
ἐπιβάλλεται
καὶ νὰ ἀντικατασταθῇ ὁλοσχερῶς
ἡ ὑπὸ τοῦ Ὑπουργικοῦ
Συμβουλίου ἐπιλογή τῆς ἡγεσίας τῶν
Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς χώρας. Διότι ἡ περὶ
αὐτῆς πρακτική, ἰδίως κατὰ
τὴν τελευταίαν πεντηκονταετίαν, ὑπῆρξεν
εἰς ἀρκετὰς περιπτώσεις σκανδαλώδης
καὶ προκλητική. Παρελείποντο
ἱκανώτατοι καὶ ἀνεπιλήπτου ἤθους
Δικασταὶ καὶ Εἰσαγγελεῖς, διότι εἶχον
τὴν δικαστικὴν σωφροσύνην νὰ μὴ
συμφύρωνται εἰς ἐπιληψίμους συναναστροφὰς
μὲ τοὺς κρατοῦντας, καὶ ἀνερριχῶντο
οἱ ἐπισκέπται τῶν πολιτικῶν προθαλάμων,
κατὰ κανόνα ὑπολελειμμένου ἤθους καὶ
ἱκανότητος. Καὶ μὲ θηριώδεις μάλιστα ὑπερβάσεις
τῆς ὑπηρεσιακῆς ἐπετηρίδος.
Μὲ αὐτονοήτους θλιβερὰς συνεπείας
: τὴν ἐξαγορὰν τῆς δικαστικῆς
συνειδήσεως τῶν εὐνοουμένων, καὶ μάλιστα
ὄχι μόνον εἰς κρισίμους, ἐνδιαφερούσας
τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν, ὑποθέσεις∙ τὴν ταπείνωσιν
τῶν ἀδικουμένων∙ τὴν ἀποθάρρυνσιν τοῦ συνόλου τῶν
Δικαστῶν εἰς τὴν εὔορκον ἐπιτέλεσιν
τῶν καθηκόντων των.
Ἡ θεραπεία τοιούτων κακῶν δὲν ἠμπορεῖ
νὰ γίνῃ μὲ τὴν προτεινομένην ἀπὸ
μερικοὺς συμμετοχὴν εἰς τὴν ἐκλογὴν
τῆς ἡγεσίας τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων
ἐκπροσώπων, πλέον τῆς Κυβερνήσεως, καὶ
τῶν πολιτικῶν κομμάτων, Καθηγητῶν Πανεπιστημίου
καὶ ἄλλων ἐπιφανῶν ἐξωπολιτικῶν
προσωπικοτήτων τοῦ νομικοῦ ἰδίως κόσμου. Ἡ λύσις αὐτὴ εἶναι
ἡ χειροτέρα ὅλων. Διότι : ἐὰν τώρα ἀναμειγνύεται
εἰς τὴν ἐκλογὴν μόνον ἡ
Κυβέρνησις (τὸ Ὑπουργικὸν Συμβούλιον),
μὲ τὴν συμμετοχὴν καὶ ἄλλων
κομματικῶν ἐκπροσώπων θὰ ἀναμειγνύωνται
καὶ τὰ λοιπὰ κόμματα, δηλαδὴ θὰ
πολλαπλασιάζεται ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ !
Καὶ μάλιστα μὲ κομματικὴν συμμετοχὴν
εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἐκλεκτορικὸν
σῶμα θὰ παρωθοῦνται οἱ Δικασταὶ
ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ ὑπηρεσιακοῦ
των σταδίου εἰς καιροσκοπικὰς διαδρομὰς
ἐντὸς τῶν κομματικῶν σχηματισμῶν,
πρὸς δημιουργίαν καὶ ἐξασφάλισιν ἐρεισμάτων
καὶ εὐνοίας «ὅταν ἔλθῃ ὁ
καιρός», μὲ καταρράκωσιν ἔτσι τῆς Δικαιοσύνης
ὡς ἀνεξαρτήτου Ἐξουσίας. Ὡς πρὸς
δὲ τοὺς Καθηγητὰς Πανεπιστημίου τὸ
μέτρον θὰ εἶναι παράλογον, οἱ - κατὰ
τὴν ἰσχύουσαν παραδεδομένην πολιτειακὴν
ἱεραρχίαν - ἑπόμενοι Καθηγηταὶ Πανεπιστημίου
νὰ κρίνουν τοὺς κατὰ ἀρκετὰς
βαθμίδας προηγουμένους αὐτῶν Ἀνωτάτους
Δικαστάς ! Τέλος, ὡς πρὸς τὰς «ἐπιφανεῖς
προσωπικότητας», καίριον προβάλλει τὸ ἐρώτημα,
ποῖος καὶ μὲ ποῖον κριτήριον θὰ
τὰς ἐπιλέγῃ ; Καὶ τὸ κυριώτερον ὅλων : μὴ
προσβάλλετε τὴν ἀνθρωπίνην καὶ δικαστικὴν
ἀξιοπρέπειαν λειτουργῶν, οἱ ὁποῖοι
μετὰ δεκαετίας εὐόρκου, διὰ νὰ
φθάσουν εἰς τὴν ἀνωτάτην βαθμῖδα
τῆς Δικαιοσύνης, ἐπιτελέσεως τοῦ δικαστικοῦ
των καθήκοντος θὰ ὑποβάλλωνται, κατὰ
τὰ προτεινόμενα, εἰς τὴν ταπείνωσιν
τῆς «κρίσεώς» των παρὰ τρίτων, κατ’ οὐσίαν
ἀσχέτων ! Διότι τὸ δικαστικὸν λειτούργημα
μόνον ἀπὸ τοὺς σταθερῶς καὶ
μονίμως θητεύοντας εἰς αὐτὸ κατανοεῖται
καὶ ἠμπορεῖ ἡ ἄσκησίς του
δικαίως νὰ ἀποτιμηθῇ...
Ἡ ὀρθὴ
τοῦ προβλήματος λύσις εἶναι μία καὶ
μοναδική, ἀπολύτως δημοκρατικὴ καὶ πλήρως
ἀδιάβλητος
: Ἡ ἐπιλογὴ
διὰ τὰς ἡγετικάς,
ὡς ἀνωτέρω, θέσεις τῶν Ἀνωτάτων
Δικαστηρίων τῆς χώρας μας νὰ γίνεται ἑκάστοτε
διὰ κληρώσεως μεταξὺ τῶν εἰς τὴν
ὑπηρεσιακὴν ἐπετηρίδα πέντε (5) ἀρχαιοτέρων.
Τὸ σύστημα τῆς διὰ κληρώσεως ἀναδείξεως ἴσχυεν εἰς τὴν Ἀρχαίαν Ἑλλάδα, ἰδίως
τὴν περίλαμπρον Ἀθηναϊκὴν Δημοκρατίαν, καὶ μάλιστα διὰ κάθε δημόσιον ἀξίωμα, ἀκόμη καὶ
διὰ τὴν στρατηγίαν, καίτοι ἀπαιτοῦσαν
ἰδιαιτέρας ἱκανότητας∙ κοινῶς δὲ κρίνεται
ὑπὸ τῆς φωτισμένης ἐπιστημονικῆς
σκέψεως διεθνῶς ὡς τὸ πλέον ἀδιάβλητον
καὶ δημοκρατικὸν σύστημα. Πλεονεκτεῖ ὅλων, διότι οὐδένα ἀδικεῖ. Καὶ
κανένα κίνδυνον δὲν ἐγκλείει. Οὔτε
αὐτὸν τῆς διὰ τοῦ κλήρου
ἀναδείξεως ἐνδεχομένως «ἀκαταλλήλων»
δι’ ἡγετικὰς τῶν Ἀνωτάτων
Δικαστηρίων θέσεις προσώπων. Τοιοῦτος φόβος εἶναι
ἀνύπαρκτος. Διότι εἶναι παράλογος καὶ
ἡ σκέψις ἀκόμη, ὅτι εἶναι ποτὲ
δυνατὸν δικαστικὸς λειτουργός, διανύσας ὅλας
τὰς προηγουμένας δικαστικὰς βαθμίδας, π.χ.
εἰς τὴν καθημένην τακτικὴν Δικαιοσύνην
διατελέσας Πρόεδρος Πρωτοδικῶν καὶ Ἐφετῶν
καὶ προεδρεύσας ἑκατοντάδων Δικαστικῶν
συνθέσεων κατὰ τὰς προηγηθείσας δεκαετίας
τῆς δικαστικῆς του ὑπηρεσίας, καὶ
μάλιστα μόνον ἐπιτυχῶς καὶ κατ’ ἀξίαν
διὰ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ
Ἀνώτατον Δικαστήριον, νὰ θεωρηθῇ, ὅτι
εἶναι ἀκατάλληλος εἰδικῶς μόνον
διὰ τήν, μὴ συνεπαγομένην μείζονα προσόντα
ἢ ἐπιβάρυνσιν τῶν προηγουμένων, θέσιν
Ἀντιπροέδρου ἢ Προέδρου τοῦ Ἀρείου
Πάγου ! Ἂς υἱοθετηθῇ λοιπὸν
κατὰ τὴν προσεχῆ Ἀναθεώρησιν τοῦ
Συντάγματος τὸ μόνον δημοκρατικὸν καὶ
μόνον ἀδιάβλητον αὐτὸ σύστημα τῆς
διὰ κληρώσεως ἐπιλογῆς τῆς ἡγεσίας
τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων μας.
(γ) Προϊστάμενοι τῶν Δικαστηρίων καὶ
δικαστικὸς «συνδικαλισμός».
Ἡ
ὀρθὴ τῆς Δικαιοσύνης λειτουργία προϋποθέτει
καὶ τὴν ἔλλογον διοικητικήν
συγκρότησιν τῶν Δικαστηρίων. Τὴν αὐτονόητον
αὐτὴν προϋπόθεσιν φυσικὰ δὲν πληροῖ
ἡ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη
ἐπιβληθεῖσα ρύθμισις νὰ ἀναδεικνύωνται
οἱ Προϊστάμενοι τῶν Δικαστηρίων δι’ἐκλογῆς
ὑπὸ τῶν μελῶν των. Διότι κάθε
ἐκλογὴ σημαίνει ἀντιπαράθεσιν ὑποψηφιοτήτων.
Καὶ ἐδῶ προεκλογικὴν ἀντιπαράθεσιν
ἄνευ περιεχομένου, ἀφοῦ «πρόγραμμα»
δὲν νοεῖται ! Ἔτσι Δικασταὶ ἐπιδίδονται
εἰς ἀγῶνα ἀναζητήσεως εὐνοίας
μεταξὺ τῶν συναδέλφων των, δίκην σωματείου
καρραγωγέων. Καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερον
τοῦ φαύλου αὐτοῦ συστήματος εἶναι
νὰ ἐκλέγωνται ὡς Προϊστάμενοι τῶν
Δικαστηρίων ὄχι οἱ κατὰ τὴν ὑπηρεσιακὴν
ἐπετηρίδα ἀρχαιότεροι, ἀλλὰ σχεδὸν
πάντοτε τούτων νεώτεροι, ὥστε οἱ ἱεραρχικῶς
ὑποδεέστεροι νὰ καθίστανται οἱ ρυθμισταὶ
καὶ ὑπηρεσιακοὶ διατάκται τῶν
ἀρχαιοτέρων των ! Εἰκὼν αὐτόχρημα
ἐντροπῆς καὶ ὑπηρεσιακῆς
ἀποσυν-θέσεως.
Ὅπως
τὴν ἰδίαν περίπου εἰκόνα δίδει καὶ
ὁ δικαστικὸς «συνδικαλισμός», ὁ ὁποῖος
κατέληξεν ἐσχάτως εἰς τὸ σημεῖον,
νὰ μιμεῖται εἰς ὅλα τὸν
ἀπαράδεκτον λαϊκισμὸν τῶν ἐργατικῶν
ἢ καὶ πολιτικῶν ἀνταγωνισμῶν.
Δὲν θὰ εἴπω ἐπ’ αὐτοῦ
περισσότερα, διότι τὴν πραγματικότητα ὅλοι
οἱ νουνεχεῖς τὴν ζοῦμε.
Πρὸς ἀνάσχεσιν ἀμφοτέρων τῶν σημειωθέντων αὐτῶν
κακῶν μία μόνον λύσις ὑπάρχει τώρα, δεδομένης
τῆς κυριαρχίας τοῦ ἀσυγκρατήτου λαϊκισμοῦ
εἰς τὸν δημόσιον βίον τῆς χώρας : Μὲ
τὴν ἀναθεώρησιν τοῦ Συντάγματος ρητῶς
νὰ ὁρισθῇ, ὅτι προϊστάμενος εἰς
κάθε Δικαστήριον εἶναι ὁ εἰς αὐτὸ
ὑπηρετῶν κατὰ τὴν ὑπηρεσιακὴν
ἐπετηρίδα ἀρχαιότερος, Δικαστὴς διὰ
τὰ Δικαστήρια καὶ Εἰσαγγελικὸς
λειτουργὸς διὰ τὰς Εἰσαγγελίας.
Καὶ
νὰ περιορισθῇ ἡ δράσις τῶν δικαστικῶν σωματείων
καὶ ἑνώσεων εἰς μόνην τὴν ἐπιστημονικὴν
καὶ ἠθικὴν καὶ κοινωνικὴν
προαγωγὴν καὶ ἐξύψωσιν τοῦ δικαστικοῦ
λειτουργήματος.
Β) Η ΙΔΡΥΣΙΣ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(α) Τὸ ἰσχῦον καθεστώς.
Ἡ
ἵδρυσις καὶ εἰς τὴν χώραν μας
Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου ἐξηγγέλθη ὑπὸ
τῆς Κυβερνήσεως μεταξὺ τῶν σημείων τῆς
ἀναθεωρητικῆς τοῦ Συντάγματος πρωτοβουλίας
της. Ἀνάγκη ὅμως νὰ ἴδωμεν τὶ
ἰσχύει σήμερον.
Τὰ
Δικαστήρια κατὰ τὴν ἐπιτέλεσιν τοῦ
ἔργου των, τὴν ἀπονομὴν τοῦ
Δικαίου, ὑποχρεοῦνται νὰ ἐφαρμόζουν
τὰς ἐπιταγὰς ὅλων τῶν κανόνων
τῆς ὑφισταμένης δικαιοταξίας, ἑπομένως
καὶ τοῦ Συντάγματος. Ὁσάκις λοιπὸν
οἱ καλύπτοντες τὴν ὑπ’ αὐτῶν
κρινομένην ὑπόθεσιν νόμοι ἀντίκεινται εἰς
τό, θεσμικῶς ὑπερκείμενον ὅλων τῶν
κανόνων δικαίου, Σύνταγμα, εὑρίσκονται πρὸ
τοῦ ἀδιεξόδου : τὶ νὰ ἐφαρμόσουν
; Νὰ ἐφαρμόσουν τὸν ἀντισυνταγματικὸν
νόμον, παραβιάζοντα τὸ Σύνταγμα, ἢ νὰ
συμμορφωθοῦν πρὸς τὸ Σύνταγμα καὶ
νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἐφαρμογὴν
τοῦ ἀντισυνταγματικοῦ νόμου ;
Εἶναι πρὸς τιμὴν τῆς Ἑλληνικῆς
Δικαιοσύνης, ὅτι ἐπὶ τοῦ διλήμματος
ἐτέθη ἐνωρίτατα εἰς τὴν πρωτοπορίαν
ὅλων τῶν Εὐρωπαϊκῶν χωρῶν.
Ἤδη τὸ Πρωτοδικεῖον Ἀθηνῶν
τὸ 1892 (διὰ
τῆς ὑπ’ἀριθ. 6604 ἀποφάσεώς του),
ἀκολούθως τὸ Ἐφετεῖον
Ἀθηνῶν τὸ ἑπόμενον ἔτος 1893 (διὰ τῆς ὑπ’ἀριθ. 1847 ἀποφάσεώς
του) καὶ τέλος ὁ Ἄρειος Πάγος τὸ
1897 (διὰ τῆς ὑπ’ἀριθ. 23 ἀποφάσεώς
του) ἀπεφάνθησαν, ὅτι τὰ
Δικαστήρια ἁρμοδίως ἐπιλαμβάνονται τῆς
ἐξετάσεως τῆς κατ’ οὐσίαν ἀντισυνταγματικότητος
τῶν νόμων. Μὲ
τὴν συνέπειαν ὄχι νὰ ἀκυρώνουν
τὸν κρινόμενον ὡς ἀντισυνταγματικὸν
νόμον, διότι αὐτὸ θὰ ἀπετέλει
ἄσκησιν νομοθετικῆς, δηλαδὴ ξένης πρὸς
αὐτά, ἁρμοδιότητος, ἀλλὰ νὰ
μὴ τὸν ἐφαρμόζουν εἰς τὴν
συγκεκριμένην, τὴν
ὑπ’ αὐτῶν δικαζομένην ὑπόθεσιν.
Τὴν
νομολογίαν αὐτὴν ἠκολούθησαν ἔκτοτε,
μὲ ἀγαθοποιὰ διὰ τὴν Ἑλληνικὴν
δικαιοταξίαν ἐπὶ ὡρισμένων ἀμφισβητουμένων
θεμάτων ἀποτελέ-σματα, ὅλα τὰ Δικαστήρια τῆς χώρας,
μὲ ἐλαχίστας καὶ μόνον κατὰ τὰς
πρώτας δεκαετίας καθιερώσεώς της ἐξαιρέσεις.
Καὶ ἦλθε τὸ ἰσχῦον
Σύνταγμα τοῦ 1974 , τὸ
ὁποῖον ἵδρυσε διὰ τοῦ ἄρθρου
100 αὐτοῦ Ἀνώτατον
Εἰδικὸν Δικαστήριον, εἰς
τὸ ὁποῖον καὶ ὑπάγεται,
μεταξὺ ἄλλων, (
§ 1 στοιχ. ε΄ : ) «Ἡ
ἄρση τῆς ἀμφισβητήσεως γιὰ τὴν
οὐσιαστικὴ ἀντισυνταγματικότητα ἢ
τὴν ἔννοια διατάξεων τυπικοῦ νόμου,
ἂν ἐκδόθηκαν γι’ αὐτὲς ἀντίθετες
ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας,
τοῦ Ἀρείου Πάγου ἢ τοῦ Ἐλεγκτικοῦ
Συνεδρίου», ὁπότε καὶ (
§ 2 : )
εἰς τὴν ἑνδεκαμελῆ σύνθεσιν τοῦ Εἰδικοῦ αὐτοῦ
Δικαστηρίου, συγκροτουμένου ἀπὸ τοὺς
Προέδρους Ἀρείου Πάγου, Συμβου-λίου Ἐπικρατείας
καὶ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου καὶ ἀνὰ
τέσσαρας διὰ κλήρου ὁριζομένους Ἀρεοπαγίτας καὶ Συμβούλους Ἐπικρατείας,
μετέχουν καὶ δύο διὰ
κλήρου ἐπίσης ὁριζόμενοι τακτικοὶ Καθηγηταὶ
νομικῶν μαθημάτων τῶν Νομικῶν Σχολῶν
τῆς χώρας.
Τὸ σύστημα ἐλειτούργησεν ἐπιτυχῶς καὶ κανὲν
πρόβλημα δὲν ἐδημιούργησε.
Ὁ ἔλεγχος τῆς ἀντισυνταγματικότητος
τῶν νόμων εἶναι διάχυτος, ἐνεργεῖται
ὑπὸ ὅλων τῶν Δικαστηρίων τῆς
χώρας, κρίνεται ἀκολούθως διὰ τῶν ἐνδίκων
μέσων ὑπὸ τῶν ἱεραρχικῶς
ἀνωτέρων Δικαστηρίων καὶ τελικῶς, δι’
ἑκάστην δικαιοδοσίαν, ὑπὸ τοῦ
Ἀνωτάτου αὐτῆς Δικαστηρίου, Ἀρείου
Πάγου, Συμβουλίου Ἐπικρατείας, Ἐλεγκτικοῦ
Συνεδρίου. Ἐὰν δὲ τυχὸν
ἐκδοθοῦν περὶ τοῦ αὐτοῦ
νόμου ἀντιτιθέμεναι περὶ τῆς οὐσιαστικῆς
συνταγματικότητος αὐτοῦ ἀποφάσεις τῶν
Ἀνωτάτων αὐτῶν Δικαστηρίων ἐπιλαμβάνεται
τὸ ἐν λόγῳ Ἀνώτατον Εἰδικὸν
Δικαστήριον τοῦ ἄρθρου
100 τοῦ Συντάγματος καὶ δίδεται ἡ
τελική, ὑποχρεωτικὴ δι’ὅλους καὶ
διὰ τὸ μέλλον ( § 4 ),
λύσις.
(β) Ἀπευκταία ἡ ἵδρυσις Συνταγματικοῦ
Δικαστηρίου.
Δὲν
ὑπάρχει λοιπὸν καμμία ἀνάγκη συστάσεως
εἰς τὴν χώραν μας Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου.
Ἀφοῦ ὁ ἔλεγχος τῆς ἀντισυνταγματικότητος
τῶν νόμων εὐρύτατα καὶ ἀπὸ
ὅλα τὰ Δικαστήρια συντελεῖται. Μὲ
τὸ μέγα μάλιστα πλεονέκτημα ἡ ἐξέτασις
τῆς ἀντισυνταγματικότητος, μὲ τὴν
ἄσκησιν τῶν ἐνδίκων μέσων, ἀπὸ
ὅλας τὰς δικαστικὰς βαθμίδας νὰ
συνεπάγεται προσκομιδὴν κατὰ τήν, πάντοτε προάγουσαν
εἰς ὀρθὰς λύσεις, σχετικὴν ἐπιστημονικὴν
συζήτησιν πληθώρας ἀπόψεων, ἀπὸ τῆς
ἴσως ρηξικελεύθου τοῦ νέου Δικαστοῦ
μέχρις ἐκείνης τοῦ ἐξ ἐμπειρίας
σοφωτέρου ἀρχαιοτέρου.
Ἐνῷ ἡ ἐξέτασις τῆς ἀντισυνταγματικότητος
ὑπὸ μόνου τοῦ συσταθη-σομένου Συνταγματικοῦ
Δικαστηρίου, ἀποκλειομένη θεσμικῶς ἀπὸ
ὅλα τὰ λοιπὰ Δικαστήρια, θὰ ἀποτελέσῃ
μετάθεσιν τῆς σχετικῆς ἁρμοδιότητος
εἰς ὀλιγομελὲς ὄργανον, ὁσονδήποτε
θέλετε σοφῆς συνθέσεως. Δηλαδὴ καθίδρυσιν
ὀλιγαρχικῆς κρίσεως εἰς ἀντικατάστασιν
τῆς σημερινῆς δικαστικῶς πανδήμως δημοκρατικῆς
!
Ἔτσι ὁ κίνδυνος δραστικὴς
ὑπονομεύσεως τῆς Δημοκρατίας μας εὐκρινῶς
προβάλλει εἰς τὸν ὁρίζοντα. Διότι μόνον τῶν ὀλίγων εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκβιασθῇ συγκεκριμένη ψῆφος, ὄχι ὅλων
τῶν Δικαστηρίων τῆς χώρας ! Ἀλλὰ
ἀκόμη καὶ ἐὰν ἡ ψῆφος
τῆς ὀλιγαρχίας εἶναι ἄψογος καὶ
ἀνεπίληπτος, καὶ πάλιν θὰ ὑπάρχῃ
τὸ μέγα μειονέκτημα τῆς καθυστερήσεως ἀπονομῆς
τῆς Δικαιοσύνης, λόγῳ τοῦ ἐκ τῆς
διαδικασίας ἐνώπιον τοῦ Συνταγματικοῦ
Δικαστηρίου καὶ
τοῦ φόρτου ἐργασιῶν, ὡς ἐκ
τῆς μοναδικότητος αὐτοῦ, ἀπαιτουμένου
χρόνου ἀναμονῆς τῆς κρίσεώς του.
Ἑπομένως καὶ ἡ ἀλλαχοῦ
πεῖρα διδάσκει, ὅτι ὁλοκληρωτικὴ ἐξάρτησις τοῦ
ἐλέγχου τῆς συνταγματικότητος τῶν νόμων ἐκ τῆς κρίσεως ὀλιγαρχικῆς
ὁμάδος εἶναι ὁπωσδήποτε καταδικαστέα.
Συνταγματικὸν
Δικαστήριον οὐδεμίαν ἀνάγκην πρόκειται νὰ
ἱκανοποιήσῃ. Μόνον μειονεκτήματα ἔχει
καὶ κινδύνους ἐγκλείει. Δὲν πρέπει νὰ
ἱδρυθῇ.
8.- Τὰ Ἰδιωτικὰ Πανεπιστήμια.
Ἐπὶ τοῦ προβλήματος τῆς ἱδρύσεως
ἢ μὴ ἰδιωτικῶν Πανεπιστημίων τὸ
δέον κατ’ἐμὲ εἶναι ἡ διατήρησις
τοῦ ἄρθρου
16 § 5 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, κατὰ τὸ
ὁποῖον «Ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση παρέχεται ἀποκλειστικὰ
ἀπὸ ἱδρύματα, ποὺ ἀποτελοῦν
νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου μὲ πλήρη αὐτοδιοίκηση»,
δηλαδὴ ἡ διατήρησις τοῦ κρατικοῦ
χαρακτῆρος τῶν Ἀνωτάτων Ἐκπαιδευτικῶν
Ἱδρυμάτων. Ἄλλο τὸ ζήτημα, ὄχι
συνταγματικόν, ὅτι τὸ κρατοῦν καθεστὼς
χρειἀζεται δραστικὰς μεταβολάς, νομοθετικῶς
ἐπιβαλλομένας πρὸς ἀνάσχεσιν τῆς
δυσλειτουργίας του, ἀλλὰ καὶ τῶν
οἰκονομικῶν καταχρήσεων, τὰς ὁποίας
δὲν ἀπέτρεψε.
Ὅμως
τὸ δέον αὐτὸ δὲν εἶναι εἰς
τὴν σύγχρονον ἐποχὴν καὶ ἐφικτόν.
Πρωτίστως διότι τὰ δύο μεγάλα πολιτικὰ κόμματα
εἰς τὴν χώραν μας, Κυβέρνησις καὶ ἀξιωματικὴ
ἀντιπολίτευσις, ἔχουν ρητῶς ταχθῆ
ὑπὲρ ἀπαλείψεως τῆς προκειμένης
συνταγματικῆς διατάξεως καὶ τοῦ συγχωρητοῦ
τῆς ἱδρύσεως καὶ ἰδιωτικῶν
Πανεπιστημίων. Ἄλλως τε τὸ αὐτὸ
συμβαίνει καὶ εἰς ὅλας τὰς προηγμένας
δημοκρατικὰς χώρας Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς.
Ἀκόμη, ἡ ἵδρυσις ἰδιωτικῶν
εἰς τὴν Ἑλλάδα Πανεπιστημίων θὰ
συντελέσῃ εἰς τὴν ἐπούλωσιν τῆς
πληγῆς ἐκ τῆς ὑψηλοτάτης οἰκονομικῆς
αἱμορραγίας τῆς Πατρίδος μας λόγῳ μεταβάσεως
καὶ φοιτήσεως χιλιάδων νέων μας εἰς ξένα Πανεπιστήμια,
ἀκόμη καὶ καθυστερημένων χωρῶν.
Ἔτσι
συγχωρητὴ μὲν ἡ ἵδρυσις καὶ
ἰδιωτικῶν Πανεπστημίων, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται
ἰδιαιτέρα προσοχὴ εἰς τὴν κατάστρωσιν
τῆς σχετικῆς νομοθετικῆς ρυθμίσεως.
Διότι, δὲν πρέπει νὰ λησμονῶμεν, ὅτι
περιβαλλόμεθα ἀπὸ γείτονας, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἔχουν ἀγαθὰς ἔναντι
τῆς Ἑλλάδος μας διαθέσεις. Καὶ διὰ
τῆς διδασκαλίας, ἐὰν ἀφεθῇ
πλήρως ἐλευθέρα καὶ ἀσύδοτος, πολλὰ σχέδια ἐπιβούλων ἐθνικοῦ
καὶ ἐδαφικοῦ μας ἀκρωτηριασμοῦ
νὰ προωθηθοῦν.
Ἀκόμη θὰ πρέπει νὰ σημειωθῇ, ὅτι, ἐφ’
ὅσον ὑπάρχουν εἰς τὰ κρατικά μας
Πανεπιστήμια Θεολογικαὶ Σχολαί, ὑψηλῆς
μάλιστα στάθμης, παρέχουσαι τὴν προσήκουσαν θρησκευτικὴν
καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἀνωτάτην μόρφωσιν,
ὑπῆρξε λάθος τῆς Πολιτείας
ἡ πρόσφατος νομοθετικὴ ἀναγνώρισις εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος τῆς
δυνατότητος ἱδρύσεως Ἐκκλησιαστικῶν
Θεολογικῶν Σχολῶν. Αὐταὶ δὲν
πρόκειται καμμίαν ἀπολύτως ἀνάγκην νὰ
καλύψουν. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι, ἱδρυόμεναι,
θὰ προκαλέσουν καὶ ἄλλας θρησκείας ἢ
δόγματα νὰ ζητήσουν τὴν ἄδειαν ἱδρύσεως
εἰς τὴν χώραν μας
καὶ ἰδικῶν των Ἐκλησιαστικῶν
Σχολῶν, μὲ ἀμφίβολον, λόγῳ τῆς
συνταγματικῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητος,
τὴν δυνατότητα ἀρνήσεως τῆς Πολιτείας
μὲ αὐτονοήτους τὰς ἐντεῦθεν
φρικτὰς συνεπείας.
Φρονῶ ἀδιστάκτως, ὅτι θὰ πρέπει διὰ συνταγματικῆς
διατάξεως νὰ ἀπαγορευθῇ ἡ ἵδρυσις,
πλὴν τῶν κρατικῶν, ἄλλων Θεολογικῶν
Σχολῶν πάσης θρησκείας καὶ παντὸς δόγματος.
Ἀρκετὰ μαστίζεται
εἰς τὴν ἐποχήν μας ἡ ἀνθρωπότης
ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸν
φανατισμὸν καὶ τούς, ὑπὸ τὴν
ἐπίκλησιν τοῦ Θείου, θρησκευτικοὺς πολέμους.
Δὲν ἐπιτρέπεται ἡ δημοκρατικὴ
Ἑλλὰς νὰ ἀποτελέσῃ φυτώριον
ἀναπτύξεως τοιούτου ἀπεχθοῦς σκοταδισμοῦ.
9.- Ἡ
ἄσκησις τῆς νομοθετικῆς λειτουργίσς.
Α) Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΙΝ ΤΗΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Κατὰ τὸ ἄρθρον 26 § 1 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος «Ἡ
νομοθετικὴ λειτουργία ἀσκεῖται ἀπὸ
τὴν Βουλὴ καὶ τὸν Πρόεδρο τῆς
Δημοκρατίας».
Ἐπὶ
τῆς τοιαύτης νομοθετικῆς ἁρμοδιότητος
τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας ἀνάγκη
νὰ ἐπισημανθοῦν δύο σημεῖα.
1ον) Τὸ ἕνα
εἶναι ἡ δυνατότης ἐκδόσεως ὑπ’
αὐτοῦ Πράξεων
νομοθετικοῦ περιεχομένου κατὰ
τὸ ἄρθρον
44 τοῦ Συντάγματος. Τῆς
δυνατότητος ὅμως αὐτῆς ἔγινεν
ἤδη ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς
ἰσχύος τοῦ Συντάγματος καὶ ἔκτοτε
ἐπανειλημμένως κατάχρησις, μὲ τὴν ἔκδοσιν
τοιούτων Πράξεων μὲ ἁπλῆν ἐπίκλησιν
τῶν προϋποθέσεων ἐφαρμογῆς τῆς
ἐν λόγῳ διατάξεως,
χωρὶς ὅμως εἰς τὴν πραγματικότητα
καὶ νὰ συντρέχουν αὐταί. Ἡ πρακτικὴ
αὐτὴ καλύπτεται ὑπὸ τῆς
δοθείσης ἑρμηνείας, ὅτι ἡ κρίσις περὶ
συνδρομῆς τῶν προϋποθέσεων αὐτῶν
ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν
Κυβέρνησιν. Τοιούτη ἐκδοχή, ὑποβιβάζουσα τὸν
Πρόεδρον τῆς Δημοκρατίας εἰς ἁπλοῦν
ἐκτελεστὴν ἀποφάσεως τῆς Κυβερνήσεως,
δὲν ἔγινε πάντοτε δεκτή. Δι’ αὐτὸ
καὶ ὑπῆρξαν ἀρκεταὶ περιπτώσεις,
κατὰ τὰς ὁποίας Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας
ἠρνήθη τὴν ὑπογραφὴν ὑποβαλλομένων
εἰς αὐτὸν ὑπὸ τῆς
Κυβερνήσεως Πράξεων
νομοθετικοῦ περιεχομένου τοῦ ἄρθρου
44 τοῦ Συντάγματος, ὅταν δὲν συνέτρεχον κατὰ τὴν
κρίσιν του αἱ προϋποθέσεις ἐφαρμογῆς
του. Ὄχι βεβαίως πρὸς εὐαρέσκειαν τῆς
Κυβερνήσεως. Ἐπειδὴ ὅμως ἐπιβάλλεται
νὰ ὑπάρχῃ πάντοτε ἀδιατάρακτος
καὶ ἀγαστὴ συνεργασία τῶν πολιτειακῶν
παραγόντων καὶ νὰ μὴ ἐξαρτᾶται
τὸ ἐν προκειμένῳ ζήτημα ἐκ τῆς
δυνάμεως ἀντιστάσεως τοῦ συγκεκριμένου ἑκάστοτε
Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, φρονῶ, ὅτι
ἐπιβάλλεται, διὰ προστιθεμένης κατὰ
τὴν ἀναθεώρησιν τοῦ Συντάγματος εἰς
τὸ ἐν λόγῳ
ἄρθρον 44 αὐτοῦ
ἑρμηνευτικῆς δηλώσεως, νὰ ὁρισθῇ, ὅτι αἱ
προϋποθέσεις ἐφαρμογῆς του κρίνονται ἑκάστοτε
ὑπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας.
2ον
) Τὸ
ἄλλο σημεῖον εἶναι ἡ κατὰ
τὸ ἄρθρον
42 τοῦ Συντάγματος δυνατότης τοῦ Προέδρου
τῆς Δημοκρατίας νὰ «ἀναπέμπει στὴ
Βουλὴ νομοσχέδιο, ποὺ ἔχει ψηφιστεῖ ἀπὸ
αὐτή, ἐκθέτοντας καὶ τοὺς λόγους
τῆς ἀναπομπῆς». Ἡ
διάταξις αὐτὴ οὐδέποτε μέχρι σήμερον ἐφηρμόσθη καὶ φρονῶ, ὅτι θὰ πρέπει νὰ καταργηθῇ. Καὶ τοῦτο διότι
καὶ ἄτοπον εἶναι, νὰ ἀντιλέξῃ ὁ Πρόεδρος
τῆς Δημοκρατίας εἰς νομοσχέδιον ψηφιζόμενον
ὑπὸ τῆς Βουλῆς, μετὰ τὰς
κατὰ τὴν ψήφισίν του συζητήσεις καὶ
ἀντιπαραθέσεις τῶν μελῶν αὐτῆς,
μεταβαλλόμενος οὕτως ἐπὶ τοῦ διὰ
τοῦ νομοσχεδίου ἀντιμετωπιζομένου θέματος
εἰς ὑποστηρικτὴν κομματικῆς μερίδος
(τῆς ἀρνηθείσης τὴν ψήφισίν του), μὲ
βεβαίαν ἐντεῦθεν τὴν καταρράκωσιν τοῦ
κύρους του ὡς ὑπεράνω κομμάτων ἱσταμένου,
τοὐλάχιστον εἰς τὴν κυβερνητικὴν
παράταξιν καὶ τοὺς ὀπαδούς της. Καί, τὸ πρακτικῶς οὐσιωδέστερον, ἠμπορεῖ
εὐκόλως ἡ ἐν λόγῳ διάταξις νὰ
καταστρατηγηθῇ καὶ ἡ δι’ αὐτῆς παρεχομένη
Προεδρικὴ δυνατότης ἀναπομπῆς νὰ
ἀχρηστευθῇ ὑπὸ τὴν σημερινὴν
διατύπωσιν τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου 42, ὅτι αὐτὴ
ἀσκεῖται «μέσα σὲ ἕνα μῆνα ἀπὸ
τὴν ψήφιση» τοῦ νομοσχεδίου, καὶ
θὰ πρέπει πάντοτε νὰ ἐκτίθενται «οἱ
λόγοι τῆς ἀναπομπῆς», ἐπὶ
τῶν ὁποίων καὶ ἀποφαίνεται ἡ
Ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς.
Δὲν ἔχει πρὸς τοῦτο παρὰ
νὰ καθυστερήσῃ ἡ Κυβέρνησις τὴν
ὑποβολὴν τοῦ ψηφισθέντος νομοσχεδίου
εἰς τὸν Πρόεδρον τῆς Δημοκρατίας, ὥστε
νὰ μὴ ἔχῃ αὐτὸς τὴν
χρονικὴν δυνατότητα μελέτης τοῦ ψηφισθέντος
νομοσχεδίου καὶ συντάξεως τῶν λόγων ἀναπομπῆς
του. Ὅπως ἄλλως τε ἔγινε καὶ αὐτὸ
εἰς τὴν πρᾶξιν κατὰ τὸ παρελθόν.
Ἐνῷ ἡ δυνατότης αὐτὴ καταστρατηγήσεως
τῆς διατάξεως θὰ ἀπεκλείετο, ἐὰν ὡρίζετο, ὅτι ἀναπομπὴ
συγχωρεῖται ἐντὸς μηνὸς ὄχι
ἀπὸ τῆς ψηφίσεως ὑπὸ τῆς
Βουλῆς τοῦ νομοσχεδίου, ἀλλὰ ἀπὸ τῆς ἐν
συνεχείᾳ περιελεύσεώς του εἰς τὸν Πρόεδρον
τῆς Δημοκρατίας.
Β) Η ΙΔΡΥΣΙΣ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣ
Κατὰ τὸ Σύνταγμά μας ἡ εἰς τὴν
Βουλὴν ἀπόλυτος κυβερνητικὴ πλειονοψηφία
νομοθετεῖ κατὰ βούλησιν, φυσικὰ καθοδηγουμένη
ἀπὸ τὸν Ἀρχηγόν της, δηλαδὴ
τὸν Πρωθυπουργόν, ὁ ὁποῖος ἔτσι
ἀναδεικνύεται ὡς τὸ κεντρικὸν
πρόσωπον τῆς ἐξουσίας κατὰ τὸ
πολίτευμά μας, ἀφοῦ καὶ τὰ μέλη
τῆς Κυβερνήσεως, κατὰ τὸ ἄρθρον
37 § 1 τοῦ Συντάγματος κατὰ πρότασιν τούτου διορίζονται. Πρὸς ἀνάσχεσιν τῆς πραγματικότητος
αὐτῆς προτείνεται ἀπὸ μερικοὺς
ἡ ἵδρυσις καὶ δευτέρου νομοθετικοῦ
σώματος, ὅπως ὑπῆρχε κατὰ τὸ
δημοκρατικὸν Σύνταγμα τοῦ 1927, δηλαδὴ
Γερουσίας.
Ἡ
πρότασις εἶναι ἀτυχής. Τὸ
ὅτι ἡ κυβερνητικὴ εἰς τὴν
Βουλὴν πλειονοψηφία κατὰ βούλησιν, ἔστω
καὶ μόνη χωρὶς συνυποστήριξιν ἄλλων
κομμάτων, ἀποφασίζει καὶ νομοθετεῖ,
αὐτὸ οὔτε κακόν, οὔτε ἀντιδημοκρατικὸν
εἶναι. Αἱ Κυβερνήσεις ἀναδεικνύονται
ὑπὸ τοῦ λαοῦ βάσει τοῦ προγράμματός
των καὶ εἶναι ἀπολύτως δημοκρατικὸν
τὸ, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐγκριθέν,
ἰδικόν των πρόγραμμα νὰ ἐφαρμόζουν,
λαμβάνουσαι τὰ νομοθετικὰ μέτρα, τὰ
ὁποῖα αἱ ἴδιαι κρίνουν ὡς
πρὸς τοῦτο ἀναγκαῖα. Αὐτὸ
ἀποτελεῖ αὐτονόητον καὶ στοιχειώδη
συνέπειαν τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας, ἡ
ὁποία δὲν μερίζεται καὶ ἐκφράζεται
κατὰ τοὺς δημοκρατικοὺς κανόνας πάντοτε
ἀπὸ τὴν
ἑκάστοτε πλειονοψηφίαν τῆς Βουλῆς. Εἶναι,
ἐὰν θέλετε, τὸ γέρας τῆς ἐκλογικῆς
ἐπιτυχίας, τὸ ὁποῖον, ὅπως
καὶ εἰς τὰ ἀθλητικὰ ἀγωνίσματα,
δὲν διανέμεται μεταξὺ τῶν πλειόνων μετεχόντων
εἰς τὸν ἀγῶνα, ἀλλὰ
δικαιωματικῶς ἀνήκει ὁλόκληρον εἰς
τὸν πρῶτον, δηλαδὴ ἐδῶ τὸν
ἀπολύτως πλειονοψηφοῦντα πρῶτον. Τὰ ἀντιθέτως ὑποστηριζόμενα
εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀθεμελίωτα,
σκέτος λαϊκισμός. Ὁ ὁποῖος, ὅπως
εἰς ὅλα, πάντοτε μόνον βλάπτει.
Ἄλλως τε ὁ θεσμὸς τῆς
Γερουσίας, δικαιολογούμενος εἰς ὁμοσπονδιακῆς
συγκροτήσεως κράτη, εἰς ὅλα τὰ ἄλλα
βαθμηδὸν ἀποδυναμοῦται
καὶ βαίνει πρὸς ἐξαφάνισιν.
Δὲν χρειάζεται, νὰ τὸν ἀναστήσωμεν
ἐδῶ. Καμμίαν ἀνάγκην δὲν πρόκειται νὰ
καλύψῃ. Τοὐναντίον
εἰς μίαν ἐποχὴν ἐντονωτάτων πολιτικῶν
ἀντιπαραθέσεων καὶ κοινωνικῆς ἀναταραχῆς,
ὑπὸ φαύλου λαϊκισμοῦ κυριαρχουμένην,
ὅπως ἡ σημερινή, ἀξιοῦσαν ἐκ
τούτου σύντονα καὶ δραστικὰ μέτρα ἀνασχέσεως
τοῦ κακοῦ, ἡ ὕπαρξις καὶ
δευτέρου νομοθετικοῦ σώματος θὰ ἀποτελματώνῃ
τὰς νομοθετικὰς πρωτοβουλίας οἱασδήποτε
Κυβερνήσεως, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν συνακόλουθον
ἐθνικὴν μας στασιμότητα.
Τὸ πολύ, πρὸς κάλυψιν τῶν ἀνωτέρω ἢ ἄλλων
σχετικῶν ἀνησυχιῶν τῶν θιασωτῶν
τῆς ἀναβιώσεως τῆς Γερουσίας, ἠμπορεῖ
νὰ ἐπανασυσταθῇ τὸ διὰ τῆς
ἀρχικῆς διατυπώσεως τοῦ ἰσχύοντος
Συντάγματός μας τοῦ 1974, συγκεκριμένως τοῦ καταργηθέντος κατὰ τὴν ἀναθεώρησιν
τοῦ 1986 ἄρθρου 39 αὐτοῦ, προβλεπόμενον ὡς γνωμοδοτικὸν
μόνον ὄργανον «Συμβούλιον τῆς Δημοκρατίας». Θὰ πρέπει ὅμως νὰ ὑπομνησθῇ,
ὅτι, καίτοι ἡ κατάργησίς
του τὸ 1986 προεκάλεσε ἀμέτρους κραυγὰς
τῆς τότε ἀξιωματικῆς ἀντιπολιτεύσεως,
ὅταν μετὰ ἔτη ἐπανῆλθεν
ἡ τελευταία αὐτὴ εἰς τὴν
ἐξουσίαν, οὐδένα λόγον ἔκανε ἡ
Κυβέρνησίς της ἢ οἱοδήποτε στέλεχός της, ὑψηλόβαθμον
καὶ μή, περὶ ἀνάγκης ἐπανασυστάσεως
τοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ. Ἑπομένως καὶ τώρα, τῆς ἰδίας
πολιτικῆς παρατάξεως εἰς τὴν ἐξουσίαν
εὑρισκομένης, δὲν ὑπάρχει πιθανότης
ἀνασυστάσεως τοῦ χρησίμου αὐτοῦ
γνωμοδοτικοῦ ὀργάνου. Ἐὰν ὅμως
ἐπανασυσταθῇ, φρόνιμον εἶναι καὶ νὰ ὁρισθοῦν
διὰ νόμου τὰ σχετικὰ μὲ τὴν
λειτουργίαν του, διὰ νὰ μὴ λειτουργῇ
τοιαύτης ὑψηλῆς γνωμοδοτικῆς ἀποστολῆς
Συμβούλιον ἀτύπως.
10.- Αἱ
«Ἀνεξάρτητοι Διοικητικαὶ Ἀρχαί».
Ἰδιαιτέρας συμπαθείας φαίνεται νὰ τυγχάνουν
εἰς τὴν κοινὴν γνώμην αἱ λεγόμεναι
«Ἀνεξάρτητοι
Διοικητικαὶ Ἀρχαί». Ἀλλ’
ὁ περὶ αὐτῶν προβληματισμὸς
ἐπιβάλλεται. Φρονῶ, ὅτι τὸ φαινόμενον
ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τοὺς
μύθους,
ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ἀκρίτως καλλιεργοῦνται. Περιορίζομαι
ἐπὶ τοῦ θέματος εἰς τὰς
ἀκολουθούσας ὀλίγας σκέψεις.
Ὁ θεσμὸς εἶναι ξένος. Καθιερώθη διὰ
πρώτην φορὰν εἰς τὴν Σουηδίαν
μὲ τὸ Σύνταγμά της τοῦ 1809 ὁ
Ἐπίτροπος Διοικήσεως (ombudsman). Πρόκειται διὰ τὸν κατὰ τὴν
ἑλληνικὴν νομοθεσίαν «Συνήγορον τοῦ πολίτη»,
ὅπως ὠνομάσθη, προφανῶς διὰ
νὰ μὴ ἀκολουθηθῇ ὁ, κατ’
ἀπομίμησιν τῶν ξένων προτύπων, ὅρος
«Ἐπίτροπος»,
τὸν ὁποῖον
ἐχρησιμοποίει τὸ συνταγματικὸν κείμενον
(ἄρθρον 127) τῆς Ἀπριλιανῆς δικτατορίας,
ἡ ὁποία διὰ πρώτην φορὰν εἰσήγαγε
τὸν θεσμὸν εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Καὶ εἶναι ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος εὑρίσκει συνταγματικὴν
κατοχύρωσιν εἰς τὰ ξένα κράτη, εἰς τὰ
ὁποῖα ὑπάρχουν καὶ ἐλάχισται
ἄλλαι ἀνεξάρτητοι διοικητικαὶ ἀρχαί,
ἀλλὰ μὲ νομοθετικὴν ἁπλῶς
καθιέρωσιν. Ἐμεῖς εἰς τὴν Ἑλλάδα
ἐπολλαπλασιάσαμεν τὰς ἀπομιμήσεις καὶ
μάλιστα ὑπὸ συνταγματικὴν κάλυψιν. Ἴσως
νὰ εἶναι ἡ ξενομανία καὶ ὁ
ζῆλος τοῦ νεοφωτίστου, ποὺ μᾶς
κατέλαβε.
Ἀλλὰ
ἡ
συνταγματικὴ αὐτὴ ἀνωμαλία ἐκαλύφθη
μὲ τὴν τελευταίαν ἀναθεώρησιν τοῦ
2001 καὶ
ἔκτοτε αἱ μνημονευθεῖσαι Ἀνεξάρτητοι Διοικητικαὶ
Ἀρχαὶ καλύπτονται πλέον ὑπὸ τῶν νέων διατάξεων τῶν ἄρθρων, ἀντιστοίχως, 15 § 2
ἐδ. α΄, - 103 § 7 ἐδ. α΄, - 19 § 2, - 9
Α ἐδ.
β΄, καὶ 103 § 9 τοῦ Συντάγματος.
Τὶ σημαίνει ἡ ἀφαίρεσις αὐτὴ
εὐρυτάτου φάσματος ἁρμοδιοτήτων της ἀπὸ
τὴν ἐκτελεστικὴν λειτουργίαν, τὴν
Κυβέρνησιν, καὶ ἡ ἀνάθεσις αὐτῶν
εἰς Ἀνεξαρτήτους Διοικητικὰς
Ἀρχάς ; Ἠμπορεῖ τὸ
ἐθελόμενον νὰ ἦτο ἁπλῶς
ἡ ἐξ εὐθυνοφοβίας ἢ πολιτικοῦ
ὑπολογισμοῦ μετάθεσις τῆς εὐθύνης
διὰ σοβαρώτατον κύκλον ὑποθέσεων καὶ
ἡ ἐξασφάλισις τοῦ ἀνευθύνου τῆς
Κυβερνήσεως διὰ
τὴν έπίλυσιν αὐτῶν. Ἀλλὰ
τὸ βέβαιον ἀποτέλεσμα εἶναι, ὅτι
ἔτσι ἡ ἐπὶ τῶν
ὑποθέσεων αὐτῶν κρίσις μεταβιβάζεται
εἰς τὰ ἐλάχιστα πρόσωπα τῶν ἀρχῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα μάλιστα, ναὶ μὲν
πρέπει καὶ αὐτὰ κατὰ νόμον νὰ
ἐνεργοῦν καὶ ἀποφασίζουν, πλὴν
ὅμως καὶ ἀνεξέλεγκτα καὶ
θεσμικῶς ἀνεύθυνα ἀνακηρύσσονται !
Δηλαδὴ, εἰς
τὸ ἱεραρχικῶς συγκροτημένον διοικητικῶς
Κράτος Δικαίου μὲ τὴν πληθώραν τῶν ἀποφασιζόντων
ὀργάνων, ὅλων ὑποκειμένων εἰς
ἱεραρχικὸν
διοικητικὸν καὶ
δικαστικὸν εἰς πολλὰς βαθμίδας
ἔλεγχον, γεγονότα ἐξασφαλίζοντα πλήρως
τὴν προστασίαν τοῦ πολίτου, τῶν ἐλευθεριῶν
του καὶ τῶν ἐννόμων συμφερόντων του,
ὑποκαθίστανται διὰ δέσμην σοβαρωτάτων ὑποθέσεων
ὀλιγοπρόσωπα καὶ ἀνεύθυνα ὄργανα. Ἐπιστρέφομεν ἔτσι ἀπὸ
τὴν βεβαιότητα Δικαίου τῆς
Δημοκρατίας εἰς τὴν αὐθαιρεσίαν, ἀφοῦ
δὲν ἐλέγχεται, μιᾶς ὀλιγαρχίας.
Ἐμφανεστάτη ἡ διολίσθησις
πρὸς αὐταρχικοὺς τρόπους διακυβερνήσεως.
Περιορίζομαι εἰς τὰς ὀλίγας αὐτὰς
νύξεις. Ὁ προβληματισμὸς ὅμως εἶναι
σοβαρώτατος. Καὶ θὰ πρέπει Κυβέρνησις καὶ
ἀντιπολίτευσις, ὅλα τὰ μέλη τῆς
Ἐθνικῆς Ἀντιπροσωπείας καὶ γενικῶς
κάθε Ἕλλην μὲ δημοκρατικὴν συνείδησιν,
ὅσοι νουνεχεῖς, τώρα μὲ τὴν εὐκαιρίαν τῆς
ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, νὰ ἐγκύψουν
ἐπ’ αὐτοῦ καὶ πολὺ νὰ
σκεφθοῦν. Αἱ
Κυβερνήσεις εἰς τὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα
ἐκλέγονται ὑπὸ τοῦ λαοῦ
καὶ ὑπάρχουν, διὰ νὰ ἀποφασίζουν
αἱ ἴδιαι καὶ νὰ
ἐλέγχωνται καὶ εὐθύνωνται αἱ
ἴδιαι. Καὶ ὄχι διὰ νὰ ἀπαλλάσσωνται
τῶν εὐθυνῶν των, μεταθέτουσαι σοβαρώτατον
κύκλον κρατικῶν ὑποθέσεων εἰς ὀλιγοπρόσωπα,
ἀνεξέλεγκτα καὶ ἀνεύθυνα ἔναντι
πάντων ὄργανα, κολακευομένης τῆς ἀδόλου
λαϊκῆς εὐπιστίας μὲ τὸ ἀπατηλὸν
προσωπεῖον τῶν ποικιλωνύμων «Ἀνεξαρτήτων Διοικητικῶν
Ἀρχῶν».
Ἡ Δημοκρατία
δὲν θὰ πρέπει νὰ αὐτοϋπονομεύεται,
οὔτε ὁ λαὸς νὰ παραπλανᾶται
! ...
Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης